Digesta 2008 |
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Επιμέλεια: Μ.Δ. Χρυσομάλλης
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ
Για να αποθηκεύσετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΔΕΚ, Υποθέσεις C-11/06 και C-12/06 (συνεκδικασθείσες), Rhiannon Morgan κατά Bezirksregierung Köln και Iris Bucher κατά Landrat des Kreises Düren (προδικαστική που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Aachen της Γερμανία), Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2006, μη δημοσιευμένη.
ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ: Άρθρα 17 ΕΚ και 18 ΕΚ – Άρνηση χορηγήσεως σπουδαστικού επιδόματος στους υπηκόους κράτους - μέλους που σπουδάζουν σε άλλο κράτος μέλος – Προϋπόθεση να αποτελούν οι σπουδές στο άλλο κράτος μέλος συνέχεια μονοετούς τουλάχιστον φοιτήσεως σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ευρισκόμενο στην επικράτεια του κράτους μέλους προελεύσεως.
(Τμήμα μείζονος συνθέσεως αποτελούμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C.W.A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts, Γ. Αρέστη και U. Lõhmus, προέδρους τμήματος, P. Kūris, E. Juhász, A. Borg Barthet, J. Malenovský, J. Klučka δικαστές, και A. Ó Caoimh εισηγητή δικαστή. Γενικός Εισαγγελέας D. Ruiz - Jarabo Colomer)
Είναι αντίθετη προς τα άρθρα 17 και 18 ΕΚ προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία, για τη λήψη επιδόματος που χορηγείται για σπουδές σε κράτος - μέλος διαφορετικό από το κράτος - μέλος προελεύσεως των αιτούντων το επίδομα σπουδαστών, οι σπουδές αυτές πρέπει να αποτελούν συνέχεια τουλάχιστον μονοετούς φοιτήσεως σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους - μέλους προελεύσεως.
Ι. Πραγματικά περιστατικά (συνοπτικά)
Η R. Morgan, Γερμανίδα υπήκοος, αφού ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές της στη Γερμανία, μετέβη στη Μεγάλη Βρετανία, όπου εργάστηκε ένα χρόνο αναλαμβάνοντας τη φύλαξη μικρών παιδιών. Από τις 20 Σεπτεμβρίου 2004 η R. Morgan σπουδάζει εφαρμοσμένη γενετική στο University of the West of England του Bristol.
Τον Αύγουστο του 2004, και προτού εγκατασταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, η R. Morgan ζήτησε να της χορηγηθεί σπουδαστικό επίδομα, αλλά η Bezirksregierung Köln (τοπική διοικητική αρχή), με απόφασή της στις 25 Αυγούστου 2004, απέρριψε το αίτημά της, με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ομοσπονδιακού νόμου περί παροχής ατομικών κινήτρων για την εκπαίδευση (Bundesgesetz über individuelle Förderung der Ausbildung - Bundesausbildungsförderungsgesetz, και στο εξής: BAföG). Η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε από νέα απόφαση Bezirksregierung Köln κατόπιν διοικητικής ενστάσεως της R. Morgan την 3η Φεβρουαρίου 2005.
Η Ι. Bucher, Γερμανίδα υπήκοος, έζησε με τους γονείς της στη Βόννη μέχρι την 1η Ιουλίου 2003, οπότε εγκαταστάθηκε με τον σύντροφό της στο Düren. Από τον Σεπτέμβριο 2003 η Ι. Bucher παρακολουθεί μαθήματα εργασιοθεραπείας στο Hogeschool Zuyd de Heerlen στις Κάτω Χώρες.
Στις 28 Ιανουαρίου 2004 η Ι. Bucher υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως σπουδαστικού επιδόματος, η οποία απορρίφθηκε, στις 7 Ιουλίου 2004, από τον Landrat des Kreises de Düren (πρόεδρο της κομητείας του Düren), αφού κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παρ. 1, του BAföG, καθόσον η αλλαγή κατοικίας έγινε αποκλειστικά για λόγους σπουδών της. Η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2004 κατόπιν ενστάσεως εκ μέρους της Ι. Bucher από το Bezirksregierung της Κολωνίας.
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του BAföG, ορίζει τα εξής:
«Στους σπουδαστές του άρθρου 8, παράγραφος 1, χορηγούνται σπουδαστικά επιδόματα, εφόσον μεταβαίνουν καθημερινά από την κατοικία τους στην ημεδαπή σε εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής, στο οποίο και φοιτούν. Η μόνιμη κατοικία κατά την έννοια του παρόντος νόμου βρίσκεται στον τόπο στον οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει όχι μόνον προσωρινά το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων, ανεξάρτητα από τη βούλησή του να εγκατασταθεί σε αυτόν μόνιμα· δεν θεωρείται ότι αποκτά κατοικία σε ορισμένο τόπο όποιος διαμένει στον τόπο αυτό για λόγους φοίτησης».
Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του BaföG έχει ως εξής:
«Στους σπουδαστές που έχουν μόνιμη κατοικία στην ημεδαπή και σπουδάζουν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής χορηγείται σπουδαστικό επίδομα:
[...]
3) αν ο σπουδαστής συνεχίζει τις σπουδές του, αφού έχει φοιτήσει σε γερμανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα επί ένα έτος τουλάχιστον, σε εκπαιδευτικό ίδρυμα κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το γερμανικό δίκαιο δεν απαγορεύει τη χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος σε Γερμανούς, που επιθυμούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Η χορήγηση αυτή εξαρτάται όμως από την «προϋπόθεση του πρώτου σταδίου», σύμφωνα με την οποία οι σπουδαστές θα πρέπει αφενός να έχουν φοιτήσει για ένα έτος τουλάχιστον στην ημεδαπή και, αφετέρου, να συνεχίζουν αποκλειστικά τις ίδιες σπουδές σε άλλο κράτος - μέλος.
Κατά των παραπάνω απορριπτικών αποφάσεων τόσο R. Morgan όσο και η Ι. Bucher προσέφυγαν ενώπιον του Verwaltungsgericht του Άαχεν, το οποίο θεωρώντας ότι τα αιτήματα των προσφευγουσών δεν μπορούν να στηριχθούν ούτε στο άρθρο 5 ούτε στο άρθρο 6 του BAföG, αλλά ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να στηριχθούν στις κοινοτικές διατάξεις, ανέστειλε τις δύο διαδικασίες και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
1) Αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως, την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 17 και 18 ΕΚ, η άρνηση κράτους - μέλους να χορηγήσει, σε μια περίπτωση όπως η επίδικη, σε υπήκοό του σπουδαστικό επίδομα για πλήρη κύκλο σπουδών σε άλλο κράτος - μέλος, με το αιτιολογικό ότι δεν πρόκειται για τη συνέχιση μονοετούς τουλάχιστον φοιτήσεώς του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα της ημεδαπής;
2) Αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως, την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 17 και 18 ΕΚ, η άρνηση κράτους - μέλους να χορηγήσει, σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση, σπουδαστικό επίδομα σε υπήκοό του, ο οποίος σπουδάζει σε γειτονικό κράτος - μέλος ως «παραμεθόριος σπουδαστής», με το αιτιολογικό ότι ο ενδιαφερόμενος διαμένει στην παραμεθόρια γερμανική πόλη μόνο για λόγους φοιτήσεως και ότι αυτός ο τόπος διαμονής δεν αποτελεί τον τόπο κατοικίας του;
Το πρώτο ερώτημα είναι κοινό και στις δύο υποθέσεις, ενώ το δεύτερο αφορά μόνον την Ι. Bucher.
Με διάταξή του της 16ης Μαρτίου 2006 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C-11/06 και C-12/06, λόγω συνάφειας του αντικειμένου τους.
Γραπτές προτάσεις υπέβαλαν η Bezirksregierung Köln, ο Landrat des Kreises de Düren, οι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Φινλανδίας, της Ιταλίας, των Κάτω Χωρών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σουηδίας και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιανουαρίου 2007, παρέστησαν προκειμένου να διατυπώσουν προφορικώς τους ισχυρισμούς τους οι εκπρόσωποι της R. Morgan, της Ι. Bucher, των Κυβερνήσεων της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής.
ΙΙ. Η Απόφαση του ΔΕΚ (απόσπασμα)
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του κοινού ερωτήματος στις υποθέσεις C11/06 και C12/06
18. Με το ερώτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν μία προϋπόθεση όπως αυτή του πρώτου σταδίου σπουδών αντιβαίνει προς τα άρθρα 17 ΕΚ και 18 ΕΚ. Η προϋπόθεση αυτή συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, στη διπλή υποχρέωση των σπουδαστών, προκειμένου να έχουν δικαίωμα λήψεως σπουδαστικού επιδόματος για σπουδές σε άλλο κράτος - μέλος από το κράτος προελεύσεως τους που χορηγεί το επίδομα, αφενός, να έχουν φοιτήσει για ένα έτος τουλάχιστον στην ημεδαπή και, αφετέρου, να συνεχίζουν αποκλειστικά τις ίδιες σπουδές σε άλλο κράτος - μέλος.
19. Η R. Morgan και η Ι. Bucher υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες σπουδές επαγγελματικής καταρτίσεως στα αντικείμενα της εφαρμοσμένης γενετικής και της εργασιοθεραπείας, αντίστοιχα, δεν υπάρχουν στη Γερμανία, είναι υποχρεωμένες να παραιτηθούν του δικαιώματός τους στο προβλεπόμενο από τον BAföG επίδομα σπουδών σε άλλο κράτος - μέλος.
20. Η Γερμανική Κυβέρνηση και οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών δεν συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που προβλέπεται από το άρθρο 18 ΕΚ και, επικουρικώς, ότι, αν υποτεθεί ότι συντρέχει τέτοιος περιορισμός, είναι δικαιολογημένος και ανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού. Την άποψη αυτή συμμερίζονται κατ’ ουσίαν και οι Κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
21. Σύμφωνα με την Ιταλική, τη Φινλανδική και τη Σουηδική Κυβέρνηση, η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως. Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι ο περιορισμός αυτός δεν είναι δικαιολογημένος στις υπό κρίση υποθέσεις, διαφωνώντας στο σημείο αυτό με τις προτάσεις της Σουηδικής Κυβερνήσεως. Σύμφωνα με τη Φινλανδική Κυβέρνηση, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους αντικειμενικούς και ανάλογους του θεμιτώς επιδιωκόμενου σκοπού.
22. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, ως Γερμανίδες υπήκοοι, οι R. Morgan και Ι. Bucher απολαύουν του καθεστώτος των πολιτών της Ενώσεως, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΕΚ, και μπορούν, επομένως, να επικαλούνται τα απορρέοντα από το καθεστώς αυτό δικαιώματα ακόμη και έναντι του κράτους - μέλους προελεύσεώς τους (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C192/05, TasHagen και Tas, Συλλογή 2006, σ. I10451, σκέψη 19).
23. Στις καταστάσεις που διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αυτές που άπτονται της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, και ιδίως των σχετικών με την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών - μελών, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 18 ΕΚ (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-76/05, Schwarz και Gootjes-Schwarz, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 87, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στις υποθέσεις των κυρίων δικών τα επίδικα επιδόματα αφορούν ακριβώς τις σπουδές σε άλλο κράτος - μέλος.
24. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί ότι, μολονότι, όπως επισημαίνουν οι Κυβερνήσεις της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, τα κράτη - μέλη είναι αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 149, παράγραφος 1, ΕΚ, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, εντούτοις οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C308/89, di Leo, Συλλογή 1990, σ. I4185, σκέψεις 14 και 15, της 8ης Ιουνίου 1999, C337/97, Meeusen, Συλλογή 1999, σ. I3289, σκέψη 25, της 7ης Ιουλίου 2005, C147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2005, σ. I5969, σκέψεις 31 έως 35, και προπαρατεθείσα απόφαση Schwarz και Gootjes-Schwarz, σκέψη 70), και ιδίως τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών - μελών όπως θεσπίζεται με το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Schwarz και Gootjes-Schwarz, σκέψη 99).
25. Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους υπηκόους κράτους - μέλους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος - μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση της 18 Ιουλίου 2006, De Cuyper, C-406/04, Συλλογή 2006, σ. Ι-6947, σκέψη 39, και προπαρατεθείσες αποφάσεις TasHagen και Tas, σκέψη 31, και Schwarz και Gootjes-Schwarz, σκέψη 93).
26. Ειδικότερα, οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως δεν θα μπορούσαν να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους - μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας των κωλυμάτων που τίθενται στη διαμονή του σε άλλο κράτος - μέλος λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του, που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C224/98, D’ Hoop, Συλλογή 2002, σ. I6191, σκέψη 31, της 29ης Απριλίου 2004, C224/02, Pusa, Συλλογή 2004, σ. I5763, σκέψη 19, και προπαρατεθείσα απόφαση Schwarz και Gootjes-Schwarz, σκέψη 89).
27. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον τομέα της παιδείας, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο π΄, ΕΚ και το άρθρο 149, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ΕΚ, ήτοι, ιδίως, της προαγωγής της κινητικότητας φοιτητών και εκπαιδευτικών (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις D’ Hoop, σκέψη 32, και Επιτροπή κατά Αυστρίας, σκέψη 44).
28. Κατά συνέπεια, αν ένα κράτος - μέλος προβλέπει σύστημα χορηγήσεως σπουδαστικών επιδομάτων, το οποίο παρέχει σε ορισμένους σπουδαστές τη δυνατότητα να απολαύουν των επιδομάτων αυτών σε περίπτωση κατά την οποία σπουδάζουν σε άλλο κράτος - μέλος, πρέπει να λαμβάνει μέριμνα ώστε οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των επιδομάτων αυτών να μην αποτελούν αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών - μελών (βλ. κατ’ αναλογία, ως προς το άρθρο 39 ΕΚ, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2005, C109/ 04, Kranemann, Συλλογή 2005, σ. I2421, σκέψη 27).
29. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες των κύριων δικών, οι οποίες άρχισαν τις ανώτερες σπουδές τους σε άλλο κράτος - μέλος και όχι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υπέκειντο, προκειμένου να λάβουν σπουδαστικό επίδομα, στην προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών, η οποία όμως επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση σπουδών εκτός της γερμανικής επικράτειας.
30. Η διπλή υποχρέωση, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως και απορρέει από την προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών, μπορεί, εξαιτίας των προσωπικών κωλυμάτων, των επιπλέον εξόδων και των ενδεχόμενων καθυστερήσεων που συνεπάγεται, να αποτρέψει τους πολίτες της Ενώσεως από το να εγκαταλείψουν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να σπουδάσουν σε άλλο κράτος - μέλος, κάνοντας, έτσι, χρήση της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο κράτος αυτό, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ.
31. Έτσι, η υποχρέωση που επιβάλλεται στον σπουδαστή να αφιερώσει ένα έτος σε εκπαιδευτικό ίδρυμα επί γερμανικού εδάφους προκειμένου να έχει δικαίωμα σπουδαστικού επιδόματος για σπουδές σε άλλο κράτος - μέλος μπορεί να τον αποτρέψει από το να μεταβεί στη συνέχεια σε άλλο κράτος - μέλος για να συνεχίσει τις σπουδές του. Πολλώ μάλλον όταν το έτος αυτό δεν αναγνωρίζεται και δεν συνυπολογίζεται στη διάρκεια των σπουδών στο άλλο κράτος - μέλος.
32. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Γερμανική Κυβέρνηση, τα περιοριστικά αποτελέσματα που παράγει η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών δεν είναι ούτε υπερβολικά αβέβαια ούτε αμελητέα, ιδίως για όσους διαθέτουν περιορισμένους οικονομικούς πόρους, ώστε να συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών - μελών, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ.
33. Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί, από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικές εκτιμήσεις γενικού συμφέροντος ανεξάρτητες της ιθαγένειας των θιγομένων προσώπων, και εφόσον είναι ανάλογος προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτώς το εθνικό δίκαιο (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις De Cuyper, σκέψη 40, Tas-Hagen και Tas, σκέψη 33, και Schwarz και Gootjes-Schwarz, σκέψη 94). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα μέτρο είναι ανάλογο όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού (προπαρατεθείσα απόφαση De Cuyper, σκέψη 42).
34. Υπ’ αυτό ακριβώς το πρίσμα της μνημονευθείσας στην προηγούμενη σκέψη νομολογίας πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προς δικαιολόγηση της προϋποθέσεως του πρώτου σταδίου σπουδών.
35. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με την Bezirksregierung Köln, η προϋπόθεση αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη μέριμνα του κράτους να εξασφαλίσει ότι το σπουδαστικό επίδομα θα χορηγηθεί μόνο στους σπουδαστές που έχουν τις ικανότητες να επιτύχουν στις σπουδές τους. Επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισε ότι σκοπός της προϋποθέσεως αυτής είναι να παράσχει στους σπουδαστές τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι επιθυμούν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους με επιτυχία και συνέπεια.
36. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σκοπός της εξασφαλίσεως της σύντομης ολοκληρώσεως των σπουδών, ο οποίος συμβάλλει μεταξύ άλλων στην οικονομική ισορροπία του εκπαιδευτικού συστήματος του οικείου κράτους - μέλους, μπορεί να αποτελεί θεμιτό σκοπό στο πλαίσιο της οργανώσεως του συστήματος αυτού. Εντούτοις, κανένα από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών στη Γερμανία είναι ή θα μπορούσε να είναι από μόνη της ικανή να εξασφαλίσει ότι οι σπουδαστές θα ολοκληρώσουν όντως τις σπουδές τους. Επιπλέον, η επιβολή της προϋποθέσεως αυτής στις διαφορές των κυρίων δικών, στον βαθμό που συνεπάγεται στην πράξη την παράταση της συνολικής διάρκειας των σπουδών για τις οποίες χορηγούνται τα επίδικα επιδόματα, δεν μοιάζει να συνδέεται με τον σκοπό και, ως εκ τούτου, είναι ακατάλληλη για την επίτευξή του. Επομένως, μία τέτοια προϋπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο ανάλογο του επιδιωκόμενου σκοπού.
37. Δεύτερον, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι σκοπός της προϋποθέσεως του πρώτου σταδίου σπουδών είναι να παράσχει στους σπουδαστές τη δυνατότητα να επιβεβαιώσουν ότι έκαναν τη «σωστή επιλογή» στις σπουδές τους.
38. Εντούτοις, η προϋπόθεση αυτή, δεδομένου ότι απαιτεί μια συνέχεια μεταξύ της μονοετούς τουλάχιστον φοιτήσεως στη Γερμανία και των σπουδών σε άλλο κράτος - μέλος, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τον σκοπό αυτόν. Συγκεκριμένα, η εν λόγω υποχρέωση συνεχίσεως είναι ικανή όχι μόνο να αποθαρρύνει και να εμποδίσει, ακόμη, ορισμένους σπουδαστές να ακολουθήσουν σε κράτος - μέλος εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σπουδές διαφορετικές από εκείνες που άρχισαν για ένα τουλάχιστον έτος στη Γερμανία, αλλά και να τους αποτρέψει, για τον ίδιο λόγο, από το να διακόψουν τις σπουδές που είχαν επιλέξει αρχικώς, σε περίπτωση που θεωρήσουν ότι η επιλογή που έκαναν δεν είναι πλέον η σωστή, και που θα επιθυμούσαν να σπουδάσουν σε κράτος - μέλος εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
39. Εξάλλου, στην περίπτωση των σπουδών που δεν υφίστανται στη Γερμανία, αυτή η υποχρέωση συνεχίσεως αναγκάζει, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, τους σπουδαστές αυτούς – στους οποίους, όπως προκύπτει από τη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, ισχυρίζονται ότι περιλαμβάνονται και οι προσφεύγουσες –, να επιλέξουν είτε να εγκαταλείψουν εντελώς τις σπουδές που σκόπευαν να ακολουθήσουν σε άλλο κράτος - μέλος είτε να χάσουν τελείως το πλεονέκτημα του σπουδαστικού επιδόματος. Επομένως, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη του σκοπού της διευκολύνσεως της σωστής επιλογής των σπουδών που οι σπουδαστές αυτοί προτίθενται να ακολουθήσουν.
40. Τρίτον, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το γερμανικό σύστημα σπουδαστικών επιδομάτων στο σύνολό του σκοπό έχει να ενθαρρύνει τις σπουδές σε κράτη - μέλη εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι εν λόγω σπουδαστές, εφόσον πληρούν την προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών, μπορούν να λάβουν σπουδαστικό επίδομα για ένα επιπλέον έτος αν επιστρέψουν στη Γερμανία προκειμένου να συμπληρώσουν τις σπουδές τους σε γερμανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα και μπορούν να ζητήσουν και την κάλυψη ορισμένων εξόδων μετακινήσεως, καθώς και, ενδεχομένως και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των εξόδων εγγραφής στη σχολή τους και ασφαλίσεως ασθενείας.
41. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά, που είναι βεβαίως χρήσιμα για τους σπουδαστές που πληρούν την προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών, δεν μπορούν καθεαυτά να δικαιολογήσουν τον περιορισμό εξαιτίας της προϋποθέσεως αυτής του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που προβλέπει το άρθρο 18 ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τους σπουδαστές που μεταβαίνουν σε άλλο κράτος - μέλος για να πραγματοποιήσουν το σύνολο των ανώτερων σπουδών τους, οι οποίοι δεν πρόκειται, επομένως, να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους σε εκπαιδευτικό ίδρυμα της γερμανικής επικράτειας.
42. Τέταρτον, τόσο η Bezirksregierung Köln όσο και η Ολλανδική και Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι ένας περιορισμός όπως αυτός της προϋποθέσεως του πρώτου σταδίου σπουδών μπορεί να δικαιολογηθεί προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα επιδόματα για σπουδές που πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου σε κράτος - μέλος εκτός του κράτους προελεύσεως να συνεπάγονται υπέρμετρο βάρος, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενική πτώση του συνολικού επιπέδου των παροχών τις οποίες χορηγεί το κράτος - μέλος προελεύσεως για την εκπαίδευση. Η Σουηδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι είναι θεμιτό για ένα κράτος - μέλος, κατά τη χορήγηση των σπουδαστικών επιδομάτων, να εξασφαλίζει ότι οι σπουδαστές που τα λαμβάνουν είναι ενταγμένοι τόσο στην κοινωνία εν γένει όσο και στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.
43. Το Δικαστήριο έχει, βέβαια, αναγνωρίσει ότι μπορεί να είναι θεμιτή η χορήγηση από ένα κράτος - μέλος ενισχύσεων για την κάλυψη των δαπανών διαβιώσεως σπουδαστών που προέρχονται από άλλα κράτη - μέλη αποκλειστικά στους σπουδαστές που απέδειξαν ορισμένου βαθμού ένταξη στην κοινωνία του κράτους αυτού, προκειμένου οι ενισχύσεις αυτές να μη συνεπάγονται υπέρμετρο κόστος το οποίο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο επίπεδο του συνόλου των ενισχύσεων που δύναται να χορηγήσει το εν λόγω κράτος - μέλος (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C209/03, Bidar, σ. I2119, σκέψεις 56 και 57).
44. Κατ’ αρχήν, μολονότι υπάρχει ο κίνδυνος αυτού του υπέρμετρου κόστους, παρόμοιοι λόγοι μπορούν να ισχύσουν και στη χορήγηση από ένα κράτος - μέλος ενισχύσεων προς τους σπουδαστές που επιθυμούν να σπουδάσουν σε άλλα κράτη - μέλη.
45. Στις διαφορές των κυρίων δικών, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το αιτούν δικαστήριο, ο βαθμός εντάξεως που θα μπορούσε θεμιτώς να απαιτήσει ένα κράτος - μέλος στην κοινωνία του πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να θεωρηθεί ότι αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες μεγάλωσαν στη Γερμανία και ολοκλήρωσαν εκεί τις δευτεροβάθμιες σπουδές τους.
46. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών, που απαιτεί από τον σπουδαστή να έχει παρακολουθήσει ένα τουλάχιστον έτος ανώτερων σπουδών στο κράτος - μέλος προελεύσεως, έχει υπερβολικά γενικό και αποκλειστικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, προσδίδει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του αληθούς και πραγματικού βαθμού εντάξεως στην κοινωνία του εν λόγω κράτους - μέλους κατά τον χρόνο αιτήσεως του επιδόματος. Έτσι, βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση D’ Hoop, σκέψη 39).
47. Πέμπτον, οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή επισημαίνουν την απουσία διατάξεων συντονισμού μεταξύ των κρατών - μελών όσον αφορά τα σπουδαστικά επιδόματα. Ελλείψει τέτοιων διατάξεων, υπάρχει κίνδυνος σωρεύσεως δικαιωμάτων, αν καταργηθεί μία προϋπόθεση όπως αυτή της πρώτης φάσεως σπουδών.
48. Συναφώς, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμανε τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση το γεγονός ότι, όπως προκύπτει, η R. Morgan έλαβε από τις βρετανικές αρχές οικονομική ενίσχυση για τις σπουδές της στο University of West of England, υπό τη μορφή επιδόματος για τα έξοδα σπουδών και συντηρήσεως, καθώς και υπό τη μορφή δανείου.
49. Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε κατά την προφορική διαδικασία, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 21, παράγραφος 3, του BAföG περιλαμβάνει διάταξη που έχει ως σκοπό να λαμβάνονται υπόψη, κατά τον υπολογισμό του ποσού για την εφαρμογή του νόμου αυτού, τα σπουδαστικά ή άλλα παρόμοια επιδόματα που ενδεχομένως εισπράττονται από πηγές που δεν προβλέπονται από τον νόμο αυτόν.
50. Ωστόσο, η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών ουδόλως σκοπεί στο να αποτραπεί ή να λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη είσπραξη παρόμοιων ενισχύσεων σε άλλο κράτος - μέλος. Δεν μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί λυσιτελώς ότι η προϋπόθεση αυτή είναι καθεαυτήν κατάλληλη ή απαραίτητη για να διασφαλιστεί η μη σώρευση των ενισχύσεων αυτών.
51. Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα που είναι κοινό στις δύο διαφορές της κύριας δίκης πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές των υποθέσεων των κυρίων δικών, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 17 ΕΚ και 18 ΕΚ προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία, για τη λήψη επιδόματος που χορηγείται για σπουδές σε κράτος - μέλος διαφορετικό από το κράτος - μέλος προελεύσεως των αιτούντων το επίδομα σπουδαστών, οι σπουδές αυτές πρέπει να αποτελούν συνέχεια τουλάχιστον μονοετούς φοιτήσεως σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους - μέλους προελεύσεως.
Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C12/06
52. Κατά το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο κοινό στις δύο υποθέσεις της κύριας δίκης ερώτημα, η προσφυγή της Ι. Bucher πρέπει να γίνει δεκτή.
53. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εφόσον στο ερώτημα αυτό δόθηκε καταφατική απάντηση, παρέλκει εν προκειμένω η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα της υποθέσεως C12/06.
Επί των δικαστικών εξόδων
54. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Υπό συνθήκες όπως αυτές των υποθέσεων των κυρίων δικών, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 17 και 18 ΕΚ προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία, για τη λήψη επιδόματος που χορηγείται για σπουδές σε κράτος - μέλος διαφορετικό από το κράτος - μέλος προελεύσεως των αιτούντων το επίδομα σπουδαστών, οι σπουδές αυτές πρέπει να αποτελούν συνέχεια τουλάχιστον μονοετούς φοιτήσεως σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους - μέλους προελεύσεως.
ΙΙΙ. Σχόλιο
Με τη Συνθήκη για την ίδρυση της ΕΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ) το 1993 καθιερώθηκε ο θεσμός της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συνακόλουθη ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 Συνθ.ΕΚ «Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους - μέλους». Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999 η διάταξη συμπληρώθηκε με την φράση «Η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια»[1].
Κατά τη Συνθ.ΕΚ (άρθρο 17 παρ.2) οι πολίτες της Ένωσης «έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις». Τα δικαιώματα που προβλέπει η Συνθήκη (άρθρα 18 έως 21) και συγκροτούν το περιεχόμενο της ιθαγένεια της Ένωσης είναι τα εξής:
Η καθιέρωση της ιθαγένειας της Ένωσης «με την εγκαθίδρυση μιας έννομης σχέσης μεταξύ της Ένωσης και των πολιτών των Κρατών - μελών και την θεμελίωση ενός ιδιαιτέρου status europeus»[2], αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής εκ μέρους της θεωρίας, που διατύπωσε πλήθος επιφυλάξεων και ενστάσεων. Οι κυριότερες απ’ αυτές είναι:
Ο νέος θεσμός που εισήχθη με τα άρθρα 17 επ. Συνθ.ΕΚ δεν συνιστά μια πραγματική ιθαγένεια, όπως αυτή νοείται στα δίκαια των περισσοτέρων Κρατών - μελών, ως ο μόνιμος νομικός δεσμός δημοσίου δικαίου που συνδέει ένα πρόσωπο με ένα κράτος, καθιστώντας το μέλος του λαού του[3]. Στο σημερινό στάδιο εξέλιξης των ευρωπαϊκών θεσμών το ενωσιακό οικοδόμημα δεν έχει αποκτήσει κρατική υπόσταση ούτε διαθέτει το δικό του λαό[4]. Απ’ αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να γίνει λόγος, λοιπόν, όχι για μια ιθαγένεια αλλά για ένα ειδικό προσωπικό καθεστώς κοινοτικού χαρακτήρα υπέρ όλων των πολιτών των Κρατών - μελών[5].
Ενώ η ιθαγένεια είναι της Ένωσης, οι σχετικές ρυθμίσεις έχουν ενταχθεί στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και όχι στη Συνθήκη της Ένωσης. Αυτό αποτελεί δομική (νομοτεχνική) ασυνέπεια, που προστίθεται στην γλωσσική ασυνέπεια που χαρακτηρίζει την ελληνική απόδοση της Συνθήκης, με χρησιμοποίηση του όρου «ιθαγένεια» για να αποδοθούν σαφέστεροι όροι σε σχέση με την καθιερούμενη ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, όπως οι γαλλικοί citoyenneté και citoyen και οι αγγλικοί citizenship και citizen. Κατά την ορθότερη και κρατούσα άποψη η χρήση του όρου «ιθαγένεια» στο ελληνικό κείμενο του άρθρου 17 Συνθ.ΕΚ για την εν λόγω έννομη σχέση (καθεστώς πολίτη) δεν ανταποκρίνεται στο σύνηθες περιεχόμενο της έννοιας της ιθαγένειας[6].
Έχει διατυπωθεί η ένσταση ότι η συνεισφορά της ιδιότητας του άρθρου 17 Συνθ.ΕΚ είναι τελικά περιορισμένη, αφού συνδέεται με σχετικώς ολιγάριθμα δικαιώματα, τα περισσότερα εκ των οποίων, όπως το γενικό δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, ήταν ήδη κατοχυρωμένα στην κοινοτική έννομη τάξη πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Εξάλλου, αν και η Συνθήκη διακηρύσσει ότι επιβαρύνει τον πολίτη της Ένωσης με υποχρεώσεις πουθενά σ’ αυτήν αλλά και στις σχετικές πράξεις του παραγώγου δικαίου δεν θεσπίζονται υποχρεώσεις τέτοιες, που να επισφραγίζουν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια «όχι ως καθεστώς άλλα ως συμβόλαιο μεταξύ προσώπων που συγκροτούν μια συλλογικότητα»[7]. Το νομικά φτωχό περιεχόμενο και η ελλιπής διαμόρφωση της ιδιότητας του πολίτη της ΕΕ μειώνει, έτσι, ουσιωδώς τη σημασία του θεσμού καθώς και στην ικανότητα του να συμβάλλει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η ιδιότητα του πολίτη της ΕΕ δεν αποτελεί αυτοτελή νομικό δεσμό σε σχέση με την εθνική ιθαγένεια αλλά έχει παρεπόμενο ή παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση μ’ αυτή. Πρόκειται για μια επιπλέον νομική διάσταση, που η κοινοτική έννομη τάξη προσδίδει στην εθνική ιθαγένεια, αφού αυτή αποτελεί την αναγκαία και επαρκή προϋπόθεση για την κτήση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης. Έτσι, η ιδιότητα του ευρωπαίου πολίτη δεν υφίσταται αυτοτελώς αλλά αποκτάται και απόλλυται μαζί με την εθνική ιθαγένεια και χωρίς ιδιαίτερη νομική πράξη της Ένωσης. Αντίστοιχα δεν είναι δυνατή η αυτοτελής από την Ένωση αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη της ΕΕ σε υπήκοο τρίτου κράτους ούτε και η στέρησή της από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια Κράτους - μέλους[8]. Ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ιθαγένειας έχει εμπνεύσει χαρακτηρισμούς, όπως «ιθαγένεια δευτέρου βαθμού» και «ιθαγένεια δορυφόρος»[9].
Σημειώνεται, εξάλλου, η απουσία επαρκούς ψυχολογικού συνδέσμου των πολιτών των Κρατών - μελών με το κοινοτικό πολιτειακό μόρφωμα, με αποτέλεσμα τα ιδεολογικά και κοινωνικά ερείσματα της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης να παρουσιάζονται σαθρά[10].
Άλλοι είναι οξύτεροι στην κριτική τους θεωρώντας ότι η εμμονή των κρατών - μελών στην καθιέρωση του «ανούσιου θεσμού» του πολίτη της Ένωσης οφείλεται σε «κίνητρα δημοσίων σχέσεων προς την κοινή γνώμη των χωρών τους»[11] ή ότι ο θεσμός «προβάλλει το πρότυπο του ευρωπαίου καταναλωτή, ο οποίος έχει εφοδιαστεί και μ’ ένα ψηφοδέλτιο» για να ψηφίζει σε μικρής σημασίας και εθνικά στεγανοποιημένες εκλογές[12].
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κατά τη υιοθέτηση του θεσμού αυτός παρουσιάζονταν με ασθενές νομικό περιεχόμενο και με σημασία περισσότερο πολιτική και συμβολική παρά νομική. Όπως τόνισε τότε ο Κρ. Ιωάννου «πρόκειται για μια προώθηση της ιδέας της ύπαρξης μιας Ευρώπης των πολιτών, που αν και ακόμη σχετικά δειλή δημιουργεί ωστόσο από την μια μεριά την απαραίτητη ατμόσφαιρα και από την άλλη τις κατάλληλες προϋποθέσεις για το ενδεχόμενο μελλοντικό στάδιο»[13].
Την επιφυλακτικότητα της θεωρίας στην καθιέρωση της ιθαγένειας της Ένωσης επιτείνει και η φτωχή έως ανύπαρκτη νομοθετική συγκομιδή από την πλευρά των πολιτικών οργάνων της προς την κατεύθυνση της συμπλήρωσης ή της διευκόλυνσης της άσκησης των δικαιωμάτων που προβλέπει η Συνθήκη. Το γεγονός αυτό, πέραν της ασθενούς πολιτικής βούλησης των Κρατών - μελών, οφείλεται στην απαιτούμενη ομοφωνία στο Συμβούλιο[14] στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Η χαλάρωση του κανόνα της ομοφωνίας με τη Συνθήκη της Νίκαιας το 2002 και η αντικατάσταση του με την ειδική πλειοψηφία και τη συναπόφαση Συμβουλίου - Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη λήψη μέτρων διευκόλυνσης της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής έκανε εφικτή, μόλις το 2004, τη θέσπιση της σημαντικής Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών - μελών[15].
Ότι δεν έγινε από τα πολιτικά όργανα ανέλαβε το Δικαστήριο των ΕΚ (στο εξής ΔΕΚ) το οποίο ιδιαίτερα από το τέλος της δεκαετίας του ’90 σε μια σχετικά ογκώδη νομολογία διακήρυξε ότι «ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών - μελών, η οποία εξασφαλίζει, εντός του rationae materiae πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητά προβλεπομένων εξαιρέσεων συναφώς»[16].
Η αναγόρευση από το ΔΕΚ της ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών - μελών, προσέδωσε σ’ αυτήν μια οριζόντια εφαρμογή σ’ όλο το πλάτος της Συνθήκης, αφού ο θεμελιώδης χαρακτήρας επιβάλλει μια νέα ανάγνωση πολλών διατάξεων και την αναθεώρηση στερεοτύπων της θεωρίας του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, σημειώνονται σταδιακά σοβαρές επιπτώσεις και εφαρμογές της ευρωπαϊκής ιθαγένειας τόσο στο επίπεδο της κοινοτικής έννομης τάξης όσο σ’ αυτά των εθνικών εννόμων τάξεων.
Στην κοινοτική έννομη τάξη, πέραν του ότι επιβεβαιώθηκε κατά τρόπο οριστικό η αποσύνδεση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής από την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, το ΔΕΚ συνάγει από τις διατάξεις των άρθρων 17επ. μια γενική επιταγή ίσης μεταχείρισης όλων των υπηκόων των Κρατών - μελών, που βρίσκονται νόμιμα στο έδαφος άλλου Κράτους - μέλους με τους ημεδαπούς. Η εφαρμογή αυτής της επιταγής οδηγεί, εξάλλου, στην αναγνώριση υπέρ των ευρωπαίων πολιτών νομολογιακά διαμορφωμένων δικαιωμάτων, που υποστηρίζουν την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.
Αν και λιγότερο εμφανείς, ωστόσο αξιοσημείωτες είναι και η επιπτώσεις της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης στις εθνικές έννομες τάξεις και ειδικά στα εθνικά δίκαια ιθαγένειας. Έτσι, τίθενται, μεταξύ άλλων, απώτατα όρια στην άσκηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Κρατών - μελών να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσης και απώλειας της εθνικής ιθαγένειας και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, αφού η αρχή της κοινοτικής αλληλεγγύης επιβάλλει στα Κράτη - μέλη να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιπτώσεις που μπορούν να έχουν σχετικές εθνικές ρυθμίσεις (πχ η μαζική πολιτογράφηση υπηκόων τρίτων κρατών) στα άλλα Κράτη - μέλη και γενικότερα στην Ένωση[17]. Ίσως δεν είμαστε μακριά από το σημείο κατά το οποίο θα τεθεί προς συζήτηση το ενδεχόμενο εναρμόνισης των δικαίων ιθαγένειας των Κρατών - μελών.
α) Τα όρια της δυνατότητα επικλήσεως του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας
Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα, που εγείρουν οι διατάξεις της Συνθήκης για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και τέθηκε με επίταση και στις σχολιαζόμενες υποθέσεις Morgan και Bucher, είναι αν το άρθρο 18 απαγορεύει ακόμη και περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή, που τα Κράτη - μέλη επιβάλλουν στους δικούς τους υπηκόους. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα: κατά πόσο μπορεί να γίνει επίκληση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το καθεστώς του πολίτη της Ένωσης και ειδικά αυτού της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής έναντι του κράτους της εθνικής ιθαγένειας; Τι συμβαίνει στις περιπτώσεις εκείνες όπου η υποκείμενη έννομη σχέση πολίτη - κράτους (π.χ. χορήγηση σπουδαστικών επιδομάτων) δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου;
Τα ερωτήματα αυτά εκλήθη να απαντήσει το ΔΕΚ, όταν σε ορισμένες από τις γραπτές παρατηρήσεις, που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, υποστηρίχτηκε η θέση ότι, αφού η ΕΕ δεν είναι αρμόδια για τα επιδόματα σπουδών, που παρέχουν τα Κράτη - μέλη στους υπηκόους τους, τα δικαιώματα του άρθρου 18 ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή και οι περιπτώσεις των Morgan και Bucher θα έπρεπε να επιλυθούν σύμφωνα με τις γερμανικές διατάξεις. Η θέση αυτή βασίστηκε στον ισχυρισμό ότι το «άρθρο 18 δεν εφαρμόζεται σε όσες περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στο εν γένει πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου»[18]. Κατά τον παραπάνω ισχυρισμό για να εμπίπτει μια υπόθεση στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου θα έπρεπε να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, η υποκείμενη έννομη σχέση, επί της οποίας εδράστηκε η διαφορά μεταξύ κράτους - πολίτη, θα πρέπει να εμπίπτει στο κοινοτικό πεδίο αρμοδιοτήτων, αφού, εξάλλου, όπως έχει αποφανθεί το ΔΕΚ το άρθρο 18 δεν επεκτείνει το καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης. Δεύτερον, η διαφορά θα πρέπει να παρουσιάζει κάποια στοιχεία αλλοδαπότητας, που συνήθως εγείρεται όταν τίθεται αμέσως ή εμμέσως ζήτημα μετάβασης του προσώπου προς (ή επιστροφής από) άλλο Κράτος - μέλος[19]. Έτσι, στις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις (όταν όλα τα στοιχεία της υπόθεσης περιορίζονται στο εσωτερικό της χώρας) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 18 Συνθ.ΕΚ. Στις περιπτώσεις αυτές πολλές φορές δημιουργούνταν «αντίστροφες ή αρνητικές διακρίσεις» σε βάρος των ημεδαπών, που λόγω της έλλειψης αλλοδαπότητας, δεν μπορούν να απολαύσουν εντός του κράτους τους, δικαιώματα που απολαμβάνουν άλλοι ευρωπαίοι πολίτες εντός του ίδιου κράτους. Οι αντίστροφες διακρίσεις μπορούν να αρθούν μόνο με την κατάλληλη νομοθετική παρέμβαση από τις αρχές του εν λόγω κράτους. Στην παραπάνω οπτική των ορίων της επίκλησης του άρθρου 18 συνέπραξε και το ΔΕΚ, σε μια πρώτη φάση της νομολογίας του, όπου παρουσιάστηκε διστακτικό στο να αναγνωρίσει την αυτοτέλεια των διατάξεων για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια εντός του συστήματος της Συνθήκης, ενδεχόμενα επηρεασμένο από τη αρνητική κριτική που ασκήθηκε στις σχετικές επιλογές του κοινοτικού συνταγματικού νομοθέτη.
Από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας το Δικαστήριο, αναγορεύοντας την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών - μελών, φαίνεται να εγκαταλείπει την προηγούμενη διστακτική, σε μεγάλο βαθμό, νομολογία του και με μια σειρά αποφάσεών του άρχισε σταδιακά να ανατρέπει κατεστημένες αντιλήψεις, όπως αυτές που περιγράψαμε αναλυτικά παραπάνω, και να αναδεικνύει την ιδιότητα του πολίτη της ΕΕ σε καταλύτη, που επηρεάζει την εφαρμογή σειράς διατάξεων της Συνθήκης αλλά και αγγίζει τα περιθώρια δράσης των Κρατών - μελών σε τομείς, που ακόμη δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο παραχώρησης αρμοδιοτήτων στους κοινοτικούς θεσμούς.
Έτσι, το 2002 στην υπόθεση D’ Hoop[20] το ΔΕΚ διακήρυξε ότι «το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει σε κράτος - μέλος να αρνείται σε υπήκοό του, φοιτητή ο οποίος αναζητεί για πρώτη φορά απασχόληση, τη χορήγηση επιδομάτων αναμονής για τον λόγο και μόνον ότι ο φοιτητής αυτός ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του σε άλλο κράτος - μέλος». Η επίδικη βελγική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει τη χορήγηση στους νέους, που μόλις έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και αναζητούν για πρώτη φορά εργασία, επιδομάτων ανεργίας, τα οποία ονομάζονται «επιδόματα αναμονής».
Το 2003 στην υπόθεση García Avello[21] το ΔΕΚ τόνισε ότι «τα άρθρα 12 ΕΚ και 17 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν,..., στη διοικητική αρχή κράτους - μέλους να απορρίψει αίτηση μεταβολής επωνύμου αφορώσα ανήλικα τέκνα που κατοικούν σ’ αυτό το κράτος - μέλος και έχουν διπλή ιθαγένεια, ήτοι την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους - μέλους και ετέρου κράτους - μέλους, όταν με την αίτηση αυτή ζητείται να αναγνωριστεί στα εν λόγω τέκνα η δυνατότητα να φέρουν το επώνυμο που τους αναγνωρίζεται βάσει του δικαίου και της παραδόσεως του δευτέρου κράτους - μέλους». Η υπόθεση προέκυψε όταν το Βελγικό Δημόσιο απέρριψε την αίτηση του García Avello, Ισπανού υπηκόου και της βελγίδας συζύγου του, που ενεργούσαν ως νόμιμοι εκπρόσωποι των δύο τέκνων τους, για τη μεταβολή του επωνύμου τους σε «García Weber» (συνδυασμός επωνύμων του πατέρα και της μητέρας) από «García Avello» (επώνυμο πατέρα κατά τη βελγική νομοθεσία). Στην αίτησή τους επισημαίνονταν ότι, βάσει της συνήθειας που καθιερώνει το ισπανικό δίκαιο, το επώνυμο των τέκνων έγγαμου ζεύγους αποτελείται από το πρώτο στοιχείο του επωνύμου του πατέρα τους, ακολουθούμενο από το επώνυμο της μητέρας τους.
Το 2006 στην υπόθεση Tas-Hagen και Tas[22] το ΔΕΚ δέχτηκε ότι «το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ έχει την έννοια ότι αποκλείει κανονιστική ρύθμιση κράτους - μέλους δυνάμει της οποίας το κράτος αυτό αρνείται σε υπηκόους του τη χορήγηση παροχής προβλεπόμενης για τους αμάχους θύματα πολέμου για τον λόγο και μόνον ότι, κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, ο ενδιαφερόμενος είχε την κατοικία του όχι στο έδαφος αυτού του κράτους, αλλά άλλου κράτους - μέλους». Η διαφορά προέκυψε όταν η Tas-Hagen και ο Tas, που γεννήθηκαν στις Ολλανδικές Ινδίες και απέκτησαν αργότερα την Ολλανδική ιθαγένεια, ζήτησαν με αίτησή τους προς τις αρμόδιες ολλανδικές αρχές και ενώ ως συνταξιούχοι κατοικούσαν στην Ισπανία, τη χορήγηση διαφόρων παροχών που δικαιούνταν κατά την ολλανδική νομοθεσία ως άμαχοι θύματα πολέμου.
Τέλος, το 2007 και λίγες μέρες πριν από την έκδοση των αποφάσεων Morgan και Bucher στην υπόθεση Schwarz και Gootjes-Schwarz[23] το ΔΕΚ έκρινε ως αντίθετη με το κοινοτικό δίκαιο «εθνική ρύθμιση, καθόσον επιβάλλει, για την προβλεπόμενη έκπτωση των διδάκτρων από τον φόρο, την προϋπόθεση να έχουν καταβληθεί τα δίδακτρα αυτά σε ιδιωτικό σχολείο που ανταποκρίνεται σε ορισμένες προϋποθέσεις στη Γερμανία και δεν επιτρέπει τελικά στους φορολογούμενους που υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος σε αυτό το κράτος - μέλος να τυγχάνουν αυτής της έκπτωσης, επειδή έχουν στείλει τα τέκνα τους να φοιτήσουν σε σχολείο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος - μέλος».
Βασική διαπίστωση που συνάγεται από την ανάγνωση των παραπάνω αποφάσεων, που πρόσφατα εξέδωσε το ΔΕΚ, είναι η δυνατότητα αυτοτελούς επικλήσεως των διατάξεων των άρθρων 17 επ. Συνθ.ΕΚ και ειδικότερα του άρθρου 18 για την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή των ευρωπαίων πολιτών. Η θέση αυτή σηματοδοτεί την εγκατάλειψη κάθε ιδέας επικουρικού χαρακτήρα των περί την ιθαγένεια διατάξεων έναντι άλλων διατάξεων της Συνθήκης. Ο επικουρικός αυτός χαρακτήρας, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με τον θεμελιώδη στο σύστημα της Συνθήκης χαρακτήρα της ιδιότητας του πολίτη της ΕΕ.
Η αυτοτέλεια αυτή επιτρέπει την αποδέσμευση της επίκλησης των δικαιωμάτων, που απορρέουν από το καθεστώς της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, από την προϋπόθεση της ύπαρξης διαφοράς κράτους - πολίτη σε τομέα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Κοινότητας. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις (επιδόματα ανεργίας, ονοματοδοσία τέκνων, επιδόματα σε αμάχους που είναι θύματα πολέμου, φορολογία) το ΔΕΚ έκανε δεκτή την επίκληση του άρθρου 18 Συνθ.ΕΚ σε τομείς, που στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο των κοινοτικών αρμοδιοτήτων. Το ίδιο εκτός κοινοτικής αρμοδιότητας είναι και ο τομέας της οργάνωσης των ανωτάτων σπουδών και τα συστήματα ενίσχυσης των σπουδαστών, που αποτέλεσε το αντικείμενο των αποφάσεων Morgan και Bucher.
Στις αποφάσεις αυτές επιβεβαιώθηκε η δυνατότητα αυτοτελούς επίκλησης της διατάξεως του άρθρου 18 Συνθ.ΕΚ εκ μέρους των ευρωπαίων πολιτών, ακόμη και έναντι του Κράτους της εθνικής τους ιθαγένειας (σκέψη 22). Ποια όμως είναι η επιχειρηματολογία που σταδιακά δόμησε το ΔΕΚ στη σειρά των αποφάσεων που προσεγγίζουμε στο παρόν σχόλιο;
Το ΔΕΚ, λοιπόν, αρχικά διαπιστώνει ότι «μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περιλαμβάνονται εκείνες που αφορούν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, ιδίως, εκείνες που άπτονται του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών - μελών, το οποίο παρέχει το άρθρο 18 ΕΚ»[24]. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται ευθέως ότι για την επίκληση του άρθρου 18 δεν απαιτείται αυτή να συνδυαστεί αναγκαστικά και με άλλη διάταξη της Συνθήκης, ενώ η επίκληση του μπορεί να γίνει ακόμη και από υπηκόους Κράτους - μέλους, πολίτες της Ένωσης, έναντι του Κράτους τους. Πως όμως δικαιολογείται αυτή η διαπίστωση;
Το βασικό επιχείρημα του ΔΕΚ είναι ότι «στον βαθμό που στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζεται υποχρεωτικά εντός κάθε κράτους - μέλους η ίδια νομική μεταχείριση που ισχύει για τους υπηκόους του κράτους - μέλους αυτού που τελούν στην ίδια κατάσταση, θα ήταν ασύμβατο προς το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας να έχουν οι πολίτες, εντός του κράτους - μέλους του οποίου είναι υπήκοοι, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από ό,τι αν δεν είχαν κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη ΕΚ στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας»[25]. Στο βασικό αυτό επιχείρημα, που όμως δεν απαντά εξ ολοκλήρου στο ζήτημα της ανάγκης ύπαρξης ή μη αλλοδαπότητας (με την έννοια που δόθηκε παραπάνω) για την επίκληση του άρθρου 18 Συνθ.ΕΚ, το ΔΕΚ προσθέτει, συνδυαστικά, δύο ακόμη επιχειρήματα:
Πρώτον, «εφόσον η άσκηση εκ μέρους του ευρωπαίου πολίτη δικαιώματος αναγνωριζομένου από την κοινοτική έννομη τάξη επηρεάζει το δικαίωμά τους για παροχή προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρώς εσωτερικού χαρακτήρα και ως μη έχουσα κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο».
Δεύτερον, «οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν θα μπορούσαν να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπάρχει ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους - μέλους από τη χρήση τους λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών»[26].
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις Morgan και Bucher, εκ πρώτης όψεως, δείχνουν να διαφοροποιούνται από άλλες υποθέσεις σπουδαστικών επιδομάτων, που στο παρελθόν αντιμετώπισε το ΔΕΚ[27]. Στις υποθέσεις αυτές οι προσφυγές στρέφονταν κατά του Κράτους - μέλους υποδοχής ή προελεύσεως μετά τη μετακίνηση του σπουδαστή είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά το τέλος των σπουδών τους, ενώ η Morgan και η Bucher στράφηκαν κατά του Κράτους - μέλους προελεύσεως πριν φύγουν από τη χώρα τους. Αυτό οδήγησε κάποιες από τις κυβερνήσεις, που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, να ισχυριστούν ότι το γεγονός αυτό δεν καθιστά σαφές αν συντρέχει άνιση μεταχείριση μεταξύ των Γερμανών και των υπηκόων άλλων κρατών - μελών, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η εφαρμογή της υφισταμένης νομολογίας. Το ΔΕΚ δεν έκανε δεκτούς αυτούς τους ισχυρισμούς, αφού άλλωστε έκρινε ότι αρκεί να υπάρχει δυσμενής διάκριση μεταξύ των ιδίων των Γερμανών, που επιθυμούν να μετακινηθούν και εκείνων εκ των συμπατριωτών τους που επιλέγουν να παραμείνουν για σπουδές στη χώρα τους. Μήπως όμως έτσι χαλαρώνει και η απαιτούμενη, για την επίκληση του άρθρου 18 Συνθ.ΕΚ, προϋπόθεση να παρουσιάζει η διαφορά κάποια στοιχεία αλλοδαπότητας, που συνήθως εγείρεται όταν τίθεται αμέσως ή εμμέσως ζήτημα μετάβασης του προσώπου προς (ή επιστροφής από) άλλο Κράτος - μέλος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μένει δοθεί ενδεχομένως σε προσεχή απόφαση του Δικαστηρίου. Και βέβαια, αν και μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι το ΔΕΚ, σε τελευταία ανάλυση, εξομοίωσε την περίπτωση της μετάβασης ενός προσώπου σε άλλο Κράτος - μέλος με την πρόθεση μετάβασης του, παραμένει η διαπίστωση ότι οι υποθέσεις Morgan και Bucher δεν απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, με ότι αυτό σημαίνει για τη δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων των άρθρων 17 επ. Συνθ.ΕΚ.
β) Κρατικές αρμοδιότητες και ευρωπαϊκή ιθαγένεια
Οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις σχετικά με τα όρια επίκλησης των δικαιωμάτων που προκύπτουν από το καθεστώς του πολίτη της ΕΕ, που παρουσιάστηκαν παραπάνω και επιβεβαιώθηκαν με τις αποφάσεις Morgan και Bucher, θέτουν προς συζήτηση το ζήτημα της άσκησης εκ μέρους των Κρατών - μελών αρμοδιοτήτων, που το σύστημα της Συνθήκης, επιφυλάσσει στα Κράτη - μέλη.
Είναι γνωστό ότι μια από τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την κοινοτική έννομη τάξη είναι η αρχή των περιορισμένων ή εξειδικευμένων αρμοδιοτήτων της Κοινότητας[28] σύμφωνα με την οποία «Η Κοινότητα δρα μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει και των στόχων που ορίζει η παρούσα Συνθήκη». Η αρχή αυτή δημιουργεί μια αυστηρή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των Κρατών - μελών, σύμφωνα με την οποία η δράση της Κοινότητας και των οργάνων της δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια που θέτει η Συνθήκη[29].
Όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι τομείς που απασχόλησαν το ΔΕΚ στον πρόσφατο κύκλο υποθέσεων για την ιθαγένεια εμπίπτουν στους τομείς που δεν έχουν παραχωρηθεί στην Κοινότητα. Ειδικά στον τομέα της παιδείας η Συνθήκη καθιερώνει συντρέχουσα αρμοδιότητα της Κοινότητας μ’ αυτή των Κρατών - μελών. Έτσι, μεταξύ των σκοπών της Κοινότητας προβλέπεται η ενθάρρυνση της εκπαίδευσης και κατάρτισης υψηλού επιπέδου[30] ενώ κατά το άρθρο 149 παρ. 1 η Κοινότητα επιδιώκει την επίτευξη αυτού του στόχου «ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών - μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών - μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος». Τα νομικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται από την Κοινότητα για την επίτευξη των σκοπών των σχετικών κοινοτικών παρεμβάσεων διακρίνονται σε «δράσεις ενθάρρυνσης» και σε «συστάσεις», χωρίς, να φτάνει στην εναρμόνιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών - μελών[31].
Με βάση τα παραπάνω, πως μπορεί να θεμελιωθεί η δυνατότητα επίκλησης του Κοινοτικού Δικαίου σ’ ένα τομέα, όπως τα επιδόματα σπουδών (ή πολύ περισσότερο τα ... επιδόματα σε θύματα πολέμου της υπόθεσης Tas-Hagen και Tas ή η ονοματοδοσία τέκνων της υπόθεσης García Avello), που μπορεί να υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Κρατών - μελών για την οργάνωση των σπουδών[32] και στον οποίο αποκλείεται κάθε νομοθετική παρέμβαση της Κοινότητας;
Το ΔΕΚ αντιλαμβανόμενο το μέγεθος του ζητήματος, αισθάνθηκε την ανάγκη να δηλώσει εισαγωγικά στην απόφασή του Tas-Hagen και Tas ότι «η ιθαγένεια της Ενώσεως, που προβλέπει το άρθρο 17 ΕΚ, δεν σκοπεί στην επέκταση του πεδίου ουσιαστικής εφαρμογής της Συνθήκης»[33]. Η θέση όμως αυτή δεν φαίνεται να απαντά στο παραπάνω ερώτημα. Αντίθετα, νομίζουμε ότι αυξάνει το προβληματισμό, με αποτέλεσμα στην ίδια υπόθεση να χρειαστεί να καταφύγει στο επιχείρημα ότι «η άσκηση του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα σε κράτος - μέλος διαφορετικό εκείνου του οποίου έχουν την ιθαγένεια μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα χορηγήσεως αυτής της παροχής» και παρακάτω ότι «η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρώς εσωτερικού χαρακτήρα και ως μη έχουσα κανένα σύνδεσμο με το κοινοτικό δίκαιο»[34]. Ο ΓΕ D. R.-J. Colomer στην υπόθεση Morgan και Bucher, επιχειρώντας να αποδώσει την έννοια του «συνδέσμου με το κοινοτικό δίκαιο», υιοθέτησε την έκφραση: «υπόθεση που παρουσιάζει κοινοτικό ενδιαφέρον»[35]. Έτσι, όμως, μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων Κοινότητας - Κρατών - μελών δημιουργείται δίπλα στις παραχωρημένες από τα Κράτη - μέλη αποκλειστικές και συντρέχουσες κοινοτικές αρμοδιότητες και μία τρίτη κατηγορία, όπου, αν και δεν πρόκειται για παραχωρημένες αρμοδιότητες, τα Κράτη - μέλη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους «οφείλουν να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο». Μια τέτοια νομική κατασκευή, που βέβαια δεν είναι ασυνήθιστη στη νομολογία του Δικαστηρίου του οποίου η διασταλτική ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης για τις ανάγκες της ολοκλήρωσης καθιστά την κατανομή αρμοδιοτήτων Κοινότητας - Κρατών - μελών «ρευστή και αβέβαιη»[36], παραμένει αίολη.
Ίσως γι’ αυτό στην απόφαση Morgan και Bucher, ένα χρόνο περίπου μετά την απόφαση Tas-Hagen και Tas, τα παραπάνω αποσύρθηκαν από το σκεπτικό του ΔΕΚ, όπου απόφυγε να αναφερθεί στο ζήτημα της ratione materiae εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 18 Συνθ.ΕΚ στον τομέα των σπουδαστικών επιδομάτων. Αντίθετα, φαίνεται να καταφεύγει σε περισσότερο ασφαλή μονοπάτια νομικής θεμελίωσης της υποχρέωσης των Κρατών - μελών να τηρούν το Κοινοτικό Δίκαιο σε τομείς κρατικών αρμοδιοτήτων, όπως η αρχή της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών κανόνων, τονίζοντας ότι «οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως δεν θα μπορούσαν να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους - μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας των κωλυμάτων που τίθενται στη διαμονή του σε άλλο κράτος - μέλος λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του, που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών»[37].
Η αρχή της αποτελεσματικότητας του Κοινοτικού Δικαίου μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σχετικά ασφαλέστερη θεμελίωση της υποχρέωσης των Κρατών - μελών να τηρούν τις περί την ιθαγένεια της ΕΕ διατάξεις της Συνθήκης και εκτός του καθ’ ύλη πεδίου εφαρμογής της θα μπορούσε να αναζητηθεί από το ΔΕΚ στην «αρχή της κοινοτικής πίστης» του άρθρου 10 Συνθ.ΕΚ (μια από τις εφαρμογές της οποίας είναι η αρχή της αποτελεσματικότητας). Η διάταξη υποχρεώνει τα Κράτη - μέλη «να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, ενώ απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της». Προκαλεί απορία η μη επίκληση της αρχής της κοινοτικής πίστης από το ΔΕΚ, όταν μάλιστα το ίδιο φαίνεται να την φωτογραφίζει αναφέροντας ότι «αν ένα κράτος - μέλος προβλέπει σύστημα χορηγήσεως σπουδαστικών επιδομάτων, το οποίο παρέχει σε ορισμένους σπουδαστές τη δυνατότητα να απολαύουν των επιδομάτων αυτών σε περίπτωση κατά την οποία σπουδάζουν σε άλλο κράτος - μέλος, πρέπει να λαμβάνει μέριμνα ώστε οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των επιδομάτων αυτών να μην αποτελούν αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών - μελών»[38].
Παρά τα προβλήματα θεμελίωσης, που θίξαμε παραπάνω, με όσα αναφέρθηκαν γίνεται εύκολά αντιληπτή η διαρκώς αυξανόμενη σημασία της ευρωπαϊκής ιθαγένειας καθώς με την αναγόρευση της από το ΔΕΚ σε θεμελιώδη ιδιότητα των πολιτών της Ένωσης αποτελεί μια ακόμη πηγή επεμβατικότητας εκ μέρους της Κοινότητας στην σφαίρα κρατικών αρμοδιοτήτων και τελικά περαιτέρω περιορισμού τους.
Έχοντας δεχτεί το ΔΕΚ ότι οι διατάξεις για τη ευρωπαϊκή ιθαγένεια και ειδικά το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής έχουν εφαρμογή στο πεδίο των σπουδαστικών επιδομάτων έπρεπε να κρίνει πρώτον, αν το επίδικο γερμανικό σύστημα χορήγησης σπουδαστικών επιδομάτων και ιδιαίτερα η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας και δεύτερον, αν ένας τέτοιος περιορισμός είναι δικαιολογημένος.
Η απόφαση Morgan και Bucher στο σημείο αυτό δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού το ΔΕΚ ακολούθησε, για να αποφανθεί σχετικά με την ύπαρξη ή μη περιορισμού, την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία κάθε εθνικό μέτρο που αποτρέπει ή αποθαρρύνει ή κάνει εξαιρετικά δύσκολη την άσκηση ενός κοινοτικού δικαιώματος συνιστά περιορισμό του. Έτσι, έκρινε ότι η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, αφού «περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους υπηκόους κράτους - μέλους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος - μέλος»[39]. Η δυσμενής αυτή θέση, που οφείλεται σε προσωπικά κωλύματα, σε επιπλέον έξοδα, στο ενδεχόμενο καθυστερήσεως των σπουδών και τέλος στην αποθάρρυνση παρακολούθησης σπουδών σε άλλο Κράτος - μέλος όταν αντίστοιχες σπουδές δεν παρέχονται στη Γερμανία, «μπορεί να αποτρέψει τους πολίτες της Ενώσεως από το να εγκαταλείψουν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για να σπουδάσουν σε άλλο κράτος - μέλος, κάνοντας, έτσι, χρήση της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο κράτος αυτό». Τα περιοριστικά αποτελέσματα της προϋπόθεση του πρώτου σταδίου σπουδών δεν είναι κατά το ΔΕΚ υπερβολικά αβέβαια και αμελητέα, όπως ισχυρίστηκε η Γερμανική Κυβέρνηση, ιδίως για όσους διαθέτουν περιορισμένους οικονομικούς πόρους.
Στη συνέχεια οι Γερμανικές Αρχές και τα υπόλοιπα Κράτη - μέλη που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις πρόβαλλαν διάφορους λόγους, που με τη μορφή επιτακτικών απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της προϋπόθεσης του πρώτου σταδίου. Τέτοιοι λόγοι είναι: η μέριμνα του κράτους να εξασφαλίσει ότι το σπουδαστικό επίδομα θα χορηγηθεί μόνο στους σπουδαστές που έχουν ικανότητες, που επιβεβαιώνουν ότι έκαναν τη «σωστή επιλογή» στις σπουδές τους και επιδεικνύουν ότι επιθυμούν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν αυτές με επιτυχία και συνέπεια· η φροντίδα ότι τα επιδόματα για σπουδές, που πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου σε κράτος - μέλος εκτός του κράτους προελεύσεως, δεν συνεπάγονται υπέρμετρο βάρος, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενική πτώση του συνολικού επιπέδου των παροχών τις οποίες χορηγεί το κράτος - μέλος προελεύσεως για την εκπαίδευση· η εξασφάλιση ότι οι σπουδαστές που λαμβάνουν τα επιδόματα είναι ενταγμένοι τόσο στην κοινωνία όσο και στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, που τα χορηγεί· η αντιμετώπιση του κινδύνου, λόγω της απουσίας συντονισμού μεταξύ των κρατών - μελών όσον αφορά τα σπουδαστικά επιδόματα, σωρεύσεως δικαιωμάτων, αν καταργηθεί μία προϋπόθεση όπως αυτή του πρώτου σταδίου. Οι λόγοι αυτοί, σε γενικές γραμμές, έγιναν αποδεκτοί από το ΔΕΚ.
Εντούτοις, κάνοντας ένα τυπικό τεστ της αρχής της αναλογικότητας[40], σύμφωνα με την οποία ένας περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί, εφόσον είναι ανάλογος προς τον σκοπό που επιδιώκει θεμιτά το εθνικό δίκαιο, δηλαδή το μέτρο που επιλέγεται είναι κατάλληλο και πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το ΔΕΚ έκρινε ότι η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου είναι αντίθετη με το Κοινοτικό Δίκαιο ως ακατάλληλη, δυσανάλογη και μη αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών της.
Συγκεκριμένα το ΔΕΚ διαπίστωσε ότι η προϋπόθεση του πρώτου σταδίου πρώτον, συνεπάγεται στην πράξη την παράταση της συνολικής διάρκειας των σπουδών, δεύτερον, είναι ικανή όχι μόνο να αποθαρρύνει και να εμποδίσει ορισμένους σπουδαστές να ακολουθήσουν σε άλλο Κράτος - μέλος σπουδές διαφορετικές από εκείνες που άρχισαν στη Γερμανία αλλά και να τους αποτρέψει, για τον ίδιο λόγο, από το να διακόψουν τις σπουδές που είχαν επιλέξει αρχικά, σε περίπτωση που κρίνουν ότι η επιλογή τους δεν είναι πλέον η σωστή, και τρίτον, στην περίπτωση των σπουδών που δεν υφίστανται στη Γερμανία, αυτή η υποχρέωση συνεχίσεως αναγκάζει, να επιλέξουν τους είτε να εγκαταλείψουν εντελώς τις σπουδές που σκόπευαν να ακολουθήσουν σε άλλο κράτος - μέλος είτε να χάσουν τελείως το πλεονέκτημα του σπουδαστικού επιδόματος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η θέση που έλαβε Επιτροπή ενώπιον του ΔΕΚ κατά τη συζήτηση των υποθέσεων Morgan και Bucher, όπου, παρά τη διαμορφούμενη τάση της νομολογίας, υποστήριξε εξαιρετικά συντηρητικές απόψεις. Έτσι, συντάχτηκε με τις περιοριστικές απόψεις των Κρατών - μελών για το εύρος επίκλησης των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, ενώ στο ειδικό ζήτημα της προϋπόθεσης του πρώτου σταδίου, που εφάρμοζε η Γερμανία για τα σπουδαστικά δικαιώματα, υποστήριξε ότι αυτή είναι δικαιολογημένη ως εξυπηρετούσα επιτακτικές απαιτήσεις δημοσίου συμφέροντος. Η διαπίστωση αυτή έρχεται να εξηγήσει τόσο το γεγονός ότι η τήρηση των διατάξεων για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν έχουν αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο των κατά το άρθρο 226 Συνθ.ΕΚ (προσφυγή κατά Κράτους - μέλους) ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής όσο και τη φτωχή νομοθετική παραγωγή των Κοινοτήτων σε θέματα ευρωπαϊκής ιθαγένειας για την οποία σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχει η Επιτροπή ασκώντας το προνόμιο της νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Παρά την έντονη κριτική που συνόδευσε τη θέσπιση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης και τις επιφυλάξεις αρκετών Κρατών - μελών, που ήθελαν τις σχετικές διατάξεις φτωχές περιεχομένου και συμβολικού χαρακτήρα, οι διατάξεις των άρθρων 17 επ. της Συνθ.ΕΚ σταδιακά εξελίσσονται σε καταλύτη κατεστημένων αντιλήψεων για τη θέση του ατόμου στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με στόχο την εγκαθίδρυση μιας περισσότερο ανθρωποκεντρικής Ευρώπης.
Το έργο αυτό, που βαίνει πολύ μακρύτερα από την απλή διασφάλιση της ίδιας νομικής μεταχείρισης σε όσους εκ των υπηκόων των Κρατών - μελών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, ανέλαβε το Δικαστήριο, που αναγορεύοντας την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών - μελών προσέδωσε σ’ αυτήν ουσιαστικό περιεχόμενο, επιτρέποντας στους ευρωπαίους να απολαύσουν καθεστώς πραγματικής ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Τομείς, όπως τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, η φορολογία αλλά και οι σπουδές και η υγεία, που η Συνθήκη επιφυλάσσει στην αρμοδιότητα των Κρατών - μελών αποτελούν σήμερα αντικείμενο κοινοτικού ενδιαφέροντος και παρέμβασης με θεμέλιο την ιθαγένεια της Ένωσης, ενώ τα Κράτη - μέλη υποχρεώνονται όταν καταρτίζουν τις σχετικές πολιτικές τους να λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών – ημεδαπών και αλλοδαπών – και ιδιαίτερα αυτό της ελεύθερης κυκλοφορίας.
Η προσπάθεια του Δικαστηρίου ούτε εύκολη είναι, αφού τις περισσότερες φορές βρίσκει απέναντι του τα Κράτη - μέλη αλλά και τα πολιτικά όργανα της Ένωσης που έχουν μια περισσότερο συντηρητική οπτική του θεσμού της ιθαγένειας ούτε χωρίς προβλήματα στη νομική της θεμελίωση μέσα στο δεδομένο πλαίσιο των Συνθηκών. Εντούτοις, το ΔΕΚ, όπως έχει πράξει και άλλες φορές, δεν διστάζει να αγγίξει τα όρια του νομικού ακτιβισμού για τις ανάγκες της ολοκλήρωσης[41] επιχειρώντας να επιταχύνει το βηματισμό της Ένωσης προς μια Ευρώπη των πολιτών.
Σύμφωνα με τον Κολομβιανό νομικό Nanclares Arango υπάρχουν τρία είδη δικαστών: οι χειρωνάκτες, οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες. Οι τελευταίοι με τη βοήθεια των χεριών, του μυαλού και της καρδιάς, ανοίγουν καλύτερους ορίζοντες για τους πολίτες, χωρίς να παραβλέπουν την πραγματικότητα και τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Αν και όλα τα είδη δικαστών είναι απαραίτητα στο έργο της απονομής δικαιοσύνης, το Δικαστήριο, έχοντας επίγνωση του ρόλου του, ανέκαθεν ταυτιζόταν με την τελευταία κατηγορία, ιδίως σε περιόδους κατά τις οποίες η εξέλιξη των ιδεών που οδήγησαν στη γένεση της Κοινότητας επιβραδυνόταν[42].
[1]. Η εν λόγω διατύπωση αποτελεί τη συνέχεια της λύσης που δόθηκε στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε στην επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ μετά το αρνητικό δημοψήφισμα στην Δανία. Στην οιονεί επαναδιαπραγμάτευση που ακολούθησε ετέθη και το ζήτημα των ενστάσεων της Δανίας στην καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και των σχέσεών της με τις ιθαγένειες των Κρατών - μελών. Βλ. αναλυτικά: Κρ. Ιωάννου, Κοινή Εξωτερική Πολιτική, Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια, Δύο νέοι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1993, σελ. 120 επ.
[2]. Κ. Γώγος εις Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών, εκδ. Αντώνιου Ν. Σάκκουλα, ΚΔΕΟΔ, Αθήνα 2003, άρθρο 17 ΕΚ, σελ. 328.
[3]. Ζ. Παπασιώπη - Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας, 1999, σελ. 1.
[4]. Όπ. παρ. σελ. 329.
[5]. Κρ. Ιωάννου, όπ. παρ. σελ. 127.
[6]. Αστ. Πλιάκος, Δίκαιο Ευρωπαϊκής Ένωσης, τομ. Ι Περί Θεσμών, εκδ. Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών 2006, σελ. 137 επ.
[7]. Π. Στάγκος, στο Κ. Στεφάνου, Αρ. Φατούρου, Θ. Χριστοδουλίδη (επιμ.), Εισαγωγή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, εκδ. Ι Σίδερη 2001, σελ. 431 επ.
[8]. Κ. Γώγος, όπ. παρ., σελ. 330.
[9]. Π. Στάγκος, όπ. παρ., σελ. 431
[10]. Π. Θεοδωρίδης/Π. Μαντζούφας, Έθνος και ευρωπαϊκή ιθαγένεια. Οι μεταμορφώσεις της ιδιότητας του πολίτη, ΤοΣ 1998, σελ. 289 επ.
[11]. J.H.H. Weiller, Les droits des citoyens européens, RMUE 1996, σελ. 36.
[12]. D. Wolton, L’ Europe peut-elle être démocratique loin des peoples?, στο Ph. Moreau Defarges (ed), L’ Union européenne en l’ an 2000, Paris IFRI, σελ. 24.
[13]. Κρ. Ιωάννου, όπ. παρ. σελ. 127.
[14]. Κατά το άρθρο 22 παρ. 2 Συνθ.ΕΚ για τη συμπλήρωση των δικαιωμάτων το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρ. Κοινοβούλιο. Η απόφαση του Συμβουλίου τίθεται σε ισχύ μετά την επικύρωσή της απ’ όλα τα Κράτη - μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Πρόκειται, δηλαδή, για «απλοποιημένη» τροποποίηση της Συνθήκης.
[15]. ΕΕ L 158, σελ. 77· διορθωτικό στο ΕΕ 2004, L 229, σελ. 35.
Η οδηγία 2004/38 ρυθμίζει την είσοδο και την έξοδο από το έδαφος των κρατών - μελών, καθώς και τη διαμονή, για την οποία θέτει ορισμένες προϋποθέσεις που ποικίλλουν ανάλογα με τη διάρκειά της: α) για παραμονή μέχρι τρεις μήνες χρειάζεται ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο· β) για παραμονή από τρεις μήνες έως πέντε έτη, όσοι έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα πρέπει να διαθέτουν ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας που να καλύπτει όλους τους κινδύνους στο Κράτος - μέλος υποδοχής και επαρκείς πόρους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους αυτού· γ) όσοι έχουν διαμείνει νομίμως για χρονικό διάστημα πέραν των πέντε ετών αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση.
[16]. ΔΕΚ, Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Υπόθεση C-184/99, Grzelczyk, Συλλ. 2001, σ. I-6193. Βλ. εξάλλου, ΔΕΚ, Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2001, Υπόθεση C-224/98, D’ Hoop, Συλλ. 2001, σελ. Ι-6191· ΔΕΚ, Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Αvello, Συλλ. 2003, σελ. Ι-11613.
[17]. Κ. Γώγος, όπ. παρ., σελ. 331-332.
[18]. Κ. Γώγος, όπ. παρ., σελ. 337.
[19]. ΔΕΚ, Αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, Υποθέσεις C-64/96 και C-65/96, Uecker και Jacquet, Συλλογή 1997, σελ. Ι-3171.
[20]. ΔΕΚ, Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, Υπόθεση C-224/98, D’ Hoop, Συλλογή 2002, σελ. Ι-6191.
[21]. ΔΕΚ, Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Υπόθεση C-148/0, García Avello, Συλλογή 2003, σελ. Ι-11613.
[22]. ΔΕΚ, Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Υπόθεση C-192/05, Tas-Hagen και Tas, Συλλογή 2006, σελ. Ι-10451.
[23]. ΔΕΚ, Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Υπόθεση C-76//05, Schwarz και Gootjes-Schwarz, αδημοσίευτη.
[24]. Βλ. Αποφάσεις D’ Hoop, σκέψη 29 και Garcia Avello, σκέψη 24.
[25]. Απόφαση D’ Hoop, σκέψη 30.
[26]. Απόφαση Tas-Hagen και Tas σκέψεις 28 και 30
[27]. Πέραν της αποφάσεως D’ Hoop, βλ. επίσης μεταξύ άλλων ΔΕΚ, Απόφαση της 20ης Σεπτεμβρίου 2001, Υπόθεση C-184/99, Grzelczyk, Συλλογή 2001, σελ. Ι-6193· ΔΕΚ, Απόφαση της 15ης Mαρτίου 2005, Υπόθεση C-209/03, Bidar, Συλλογή 2005, σελ. Ι-2119.
[28]. Άρθρο 5 παρ. 1 Συνθ.ΕΚ.
[29]. Βλ. ενδ. Αστ. Πλιάκος,, στο Κ. Στεφάνου, Αρ. Φατούρου, Θ. Χριστοδουλίδη (επιμ.), Εισαγωγή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, εκδ. Ι Σίδερη 2001, σελ. 215.
[30]. Άρθρο 3, παρ. 1, στοιχείο ιζ΄, Συνθ.ΕΚ.
[31]. Άρθρο 149, παρ. 4, Συνθ.ΕΚ.
[32]. Ο ΓΕ της υπόθεσης D.R.-J. Colomer υποστήριξε, πάντως, ότι τα επιδόματα και οι υποτροφίες δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των Κρατών - μελών για την οργάνωση των σπουδών άλλα στα μέτρα ενθάρρυνσης της πρόσβασης στην εκπαίδευση. Το ΔΕΚ ουσιαστικά δεν πήρε θέση σ’ αυτήν τη συζήτηση.
[33]. Απόφαση Tas-Hagen και Tas, σκέψη 23.
[34]. Απόφαση Tas-Hagen και Tas, σκέψη 28.
[35]. Απόφαση Morgan και Bucher, Προτάσεις ΓΕ, σκέψη 83.
[36]. Αστ. Πλιάκος, όπ. παρ., σελ. 216.
[37]. Απόφαση Morgan και Bucher, σελ. 26.
[38]. Σκέψη 28.
[39]. Σκέψη 25.
[40]. Για την αρχή της αναλογικότητας βλ. ενδ. Παν. Κανελλόπουλου, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 295-296.
[41]. Βλ. Κρ. Ιωάννου, Ο έλληνας δικαστής ως εφαρμοστής του κοινοτικού δικαίου, ΕΕΕυρΔ 1985, σελ. 98.
[42]. Απόφαση Morgan και Bucher, Προτάσεις ΓΕ, σκέψεις 1 και 2, όπου και σχετική παραπομπή.