Digesta 2008

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ*

Για να αποθηκεύσετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

Σ 2 § 1 και 5 § 1, ΑΚ 57, 59, 281, 297-299, 330, 340, 345, 914, 922, 926, 929, 930, 932, 1485 και 1486, ΠΚ 304 § 4 περ. β΄ και άρθ. 24 α.ν. 1565/1939

Αποκατάσταση ηθικής βλάβης γονέων για τη γέννηση τέκνου με σύνδρομο Down κατόπιν πλημμελούς διενέργειας προγεννητικού ελέγχου

Σύζυγοι απευθύνονται σε διαγνωστικό κέντρο για τη διενέργεια μοριακού και χρωμοσωματικού ελέγχου του κυοφορούμενου τέκνου τους, τα αποτελέσματα του οποίου είναι φυσιολογικά. Εντούτοις, το τέκνο γεννιέται με τρισωμία 21 (σύνδρομο Down). Οι γονείς δε δικαιούνται μεν αποζημίωση ως εμμέσως ζημιωθέντες, πλην όμως το αίτημά τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κρίνεται ως νόμιμο λόγω προσβολής της προσωπικότητάς τους στην ειδικότερη έκφανση του αγαθού της ελευθερίας να αποφασίσουν για την τεκνοποιία. Διατάσσεται η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν από τον επίδικο προγεννητικό εργαστηριακό έλεγχο μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη του ανωτέρω συνδρόμου.

ΠολΠρωτΑθηνών 4865/2006

(Σύνθεση: Γ. Σταματελοπούλου - Παπαδοπούλου, Ι. Παπαϊωάννου - εισηγητής, Α. Βασιλακάκου)

Βάσει των ισχυρισμών των εναγόντων (συζύγων), η πρώτη ενάγουσα περί το μήνα Μάιο του 1998 συνέλαβε το πρώτο και μοναδικό τέκνο τους. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι ενάγοντες μετέβησαν στο τμήμα προγεννητικού ελέγχου γνωστού μαιευτηρίου των Αθηνών, όπου ελήφθησαν από την πρώτη ενάγουσα χοριακές λάχνες με τη μέθοδο της διπλής βελόνας. Εν συνεχεία, τα αποτελέσματα εστάλησαν στο διαγνωστικό κέντρο της πρώτης εναγομένης, προκειμένου η τελευταία να προβεί σε μοριακό έλεγχο β-μεσογειακής αναιμίας, της οποίας αμφότεροι οι ενάγοντες είναι φορείς, καθώς και σε χρωμοσωματικό έλεγχο του εμβρύου. Τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά τόσο για τη μεσογειακή αναιμία όσο και για χρωμοσωματικές ανωμαλίες του εμβρύου. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το χρωμοσωματικό έλεγχο, το σχετικό πόρισμα, που έφερε υπογραφή από το δεύτερο εναγόμενο, ιατρό προστηθέντα από την πρώτη εναγόμενη, ανέγραφε «φυσιολογικός καρυότυπος άρρενος». Ακολούθως, το Φεβρουάριο του 1999 η πρώτη ενάγουσα έφερε στον κόσμο το τέκνο, το οποίο όμως, όπως οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν κατά το μήνα Ιούλιο του ίδιου έτους, όταν μετέβησαν για εξέταση σε νοσοκομείο των Πατρών μετά από υποψίες τους, εμφάνιζε εικόνα παιδιού με σύνδρομο Down. Κατόπιν τούτων, οι ενάγοντες μετέβησαν εκ νέου στο διαγνωστικό κέντρο της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να διενεργηθεί στο τέκνο χρωμοσωματικός έλεγχος για «τρισωμία 21», δηλαδή για το σύνδρομο Down. Το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, που επίσης έφερε την υπογραφή του δευτέρου εναγομένου, ανέγραφε «καρυότυπος άρρενος με αμιγή τρισωμία 21 ελεύθερης μορφής», δηλαδή πιστοποιούσε ότι το τέκνο των εναγόντων έπασχε όντως από το σύνδρομο Down σε αντίθεση με το πόρισμα του πρώτου ελέγχου. Ακολούθως, οι ενάγοντες προέβησαν σε χρωμοσωματικό έλεγχο των ιδίων, τα αποτελέσματα του οποίου ήταν αρνητικά σε χρωμοσωματικές ανωμαλίες. Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ότι ο δεύτερος εναγόμενος, που διενήργησε τον πρώτο χρωμοσωματικό έλεγχο, από αμέλεια δε διέγνωσε ότι το τέκνο τους, που επρόκειτο να γεννηθεί, είχε σύνδρομο Down. Περαιτέρω διατείνονταν ότι με τον τρόπο αυτό ο δεύτερος εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητά τους, αφού τους στέρησε το δικαίωμα να αποφασίσουν για την τεκνοποιία και ειδικότερα το δικαίωμα να προβούν σε τεχνητή διακοπή της κύησης, την οποία είχαν αποφασίσει σε περίπτωση που διαπιστωνόταν ότι το τέκνο τους έπασχε από το εν λόγω σύνδρομο. Οι ενάγοντες ισχυρίζονταν ακολούθως ότι, επειδή το τέκνο τους πάσχει από σύνδρομο Down, θα δαπανούν για την εν γένει διατροφή του, μέχρι την ενηλικίωσή του, ποσό μεγαλύτερο κατά 15.000,00 Ευρώ κατ’ έτος, σε σχέση με εκείνο που θα δαπανούσαν για ένα φυσιολογικό τέκνο, ενώ μετά την ενηλικίωσή του θα συνεχίσουν αναπόφευκτα να το διατρέφουν μέχρι τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας του (μέσο προσδόκιμο όριο ζωής για άτομα με σύνδρομο Down) και θα δαπανούν για τούτο το λόγο κατ’ έτος το ποσόν των 10.000,00 Ευρώ. Συνολικά, οι ενάγοντες εξαιτούντο, όπως κατά τη συζήτηση της υπόθεσης περιόρισαν το αίτημά τους σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον και σε έκαστον εξ αυτών, το ποσόν των 295.000,00 Ευρώ ως αποζημίωση, καθώς και το ποσόν των 300.000,00 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Οι εναγόμενοι, από την άλλη πλευρά, προέβαλαν ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, ισχυριζόμενοι ότι οι τελευταίοι άσκησαν την υπό κρίση αγωγή την τελευταία ημέρα πριν τη συμπλήρωση της παραγραφής, παρόλο που ο δεύτερος εναγόμενος είχε ήδη παράσχει σε αυτούς εξηγήσεις για τους λόγους για τους οποίους δε διαπιστώθηκε και κατά την πρώτη προγεννητική εξέταση η ύπαρξη του συνδρόμου Down. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των εναγόντων ήταν να δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση στους εναγομένους ότι τελικά δε θα ασκηθεί το επίδικο δικαίωμα. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν την υπαιτιότητά τους, υποστηρίζοντας ότι ο χρωμοσωματικός έλεγχος έγινε με την ορθή διαδικασία και μέθοδο και ότι δεν ήταν δυνατόν να διαγνωστεί από αυτόν η ύπαρξη τρισωμίας 21, επειδή η τελευταία δεν υπήρχε στη χρωμοσωματική σύνθεση του υλικού που προσκομίσθηκε προς εξέταση στο διαγνωστικό κέντρο (κύτταρα χοριακής λάχνης), αλλά μόνο στο έμβρυο (φυσιολογικός πλακούντας - παθολογικό έμβρυο), περίπτωση που είναι στατιστικά σπανιότατη.

Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 929 και 930 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, δικαιούχος της σχετικής αξίωσης αποζημίωσης για ο,τιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, είναι το πρόσωπο που άμεσα προσβλήθηκε στο σώμα ή στην υγεία του. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που οι δαπάνες αυτές καταβάλλονται από τρίτο πρόσωπο σε εκπλήρωση υποχρέωσης επιβαλλόμενης σε αυτό από το νόμο, όπως οι γονείς ανηλίκου, οι οποίοι καλύπτουν τις σχετικές δαπάνες του ανηλίκου που υπέστη βλάβη της υγείας του, στο πλαίσιο εκπλήρωσης της βαρύνουσας αυτούς υποχρέωσης διατροφής του (άρθρα 1485, 1486 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή, δικαιούχος της τυχόν αξίωσης αποζημίωσης είναι το ίδιο το τέκνο, έστω και εάν αυτό δεν κατέβαλε τις σχετικές δαπάνες, και όχι οι γονείς του. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή δεν είναι παραδεκτή κατά το μέρος που αφορά το κονδύλιο της αποζημίωσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, αφού οι τελευταίοι εμμέσως μόνο ζημιώνονται.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση δεν αφορά ηθική βλάβη του τέκνου, οπότε μόνο εκείνο θα μπορούσε να την αξιώσει και όχι οι γονείς του ατομικά, αλλά αφορά την προσβολή της προσωπικότητας των ιδίων των εναγόντων και ειδικότερα την προσβολή του αγαθού της ελευθερίας εκείνων να αποφασίσουν για τη γέννηση του τέκνου τους. Το Δικαστήριο τόνισε ακολούθως ότι το Σύνταγμα, με τη διάταξη του άρθρου 2 § 1, προστατεύει και την αγέννητη ζωή, αφού κι αυτή έχει εν δυνάμει ανθρώπινη αξία, συνεπώς προστατεύει και το κυοφορούμενο. Όμως, η προστασία του κυοφορούμενου δεν υπερισχύει της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας που καθιερώνει το άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος, αλλά τίθεται θέμα εναρμόνισης των συγκρουόμενων συνταγματικών επιταγών, η οποία οδηγεί καταρχήν στην αναγνώριση ενός συνταγματικού δικαιώματος της εγκύου, σε ένα πρώιμο στάδιο της κύησης, να αποφασίσει τη διακοπή της εγκυμοσύνης από κοινού με τον πατέρα του τέκνου στο πλαίσιο του συζυγικού βίου. Ακολούθως, το Δικαστήριο επισήμανε το γεγονός ότι η εναρμόνιση των ανωτέρω εννόμων αγαθών έχει γίνει και από το νομοθέτη, ο οποίος, στο άρθρο 304 § 4 ΠΚ (όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 2 και 3 ν. 1609/1986), έχει ορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες η ζωή του εμβρύου είναι αγαθό μικρότερης αξίας., μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση καθ’ ην έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη από είκοσι τέσσερις εβδομάδες (άρθρο 304 § 4 περ. β΄ ΠΚ). Η περίπτωση αυτή, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας αρκούν ενδείξεις και δεν απαιτούνται αποδείξεις, έχει ως σκοπό την απαλλαγή των γονέων και της οικογένειας από ψυχική και σωματική επιβάρυνση και καταλαμβάνει κάθε ανωμαλία, σωματική ή ψυχική. Το Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι η ανωτέρω περίπτωση καταλαμβάνει και την περίπτωση των τέκνων που πρόκειται να γεννηθούν με σύνδρομο Down, τα οποία έχουν διανοητική ικανότητα σημαντικά χαμηλότερη από τα φυσιολογικά παιδιά, η οποία είναι βελτιώσιμη αλλά όχι θεραπεύσιμη, ελαττωμένες μυϊκές ικανότητες, εμφανίζουν σε αξιόλογο ποσοστό καρδιακές ανωμαλίες από τη γέννησή τους, καθώς και ατέλειες στη λειτουργία άλλων οργάνων του σώματος (ακοή, όραση κλπ), προσβάλλονται εύκολα από ασθένειες και έχουν προσδόκιμο μέσο όρο ζωής αρκετά χαμηλότερο (κατά είκοσι και πλέον έτη) από τον φυσιολογικό. Υπό το πρίσμα της ανωτέρω θεώρησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ως προς τη χρηματική ικανοποίηση, το αίτημα των εναγόντων είναι νόμιμο.

Το Δικαστήριο έκρινε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος μη νόμιμη και απορριπτέα, αφού μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς και η πεποίθηση του υποχρέου, ακόμη και εάν είναι καλόπιστη, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, χωρίς να συνοδεύονται από ειδικές περιστάσεις που να συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και να δείχνουν μεταβολή της στάσης του και ανατροπή της δημιουργηθείσας κατάστασης.

Επί της ουσίας, το Δικαστήριο δεν κατόρθωσε να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς τα ζητήματα που άπτονται της υπαιτιότητας των εναγομένων, για τα οποία έκρινε ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης. Ως εκ τούτου, διέταξε τη διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης, με σκοπό την αιτιολογημένη απόφανση επί του ερωτήματος, εάν ο επίδικος προγεννητικός έλεγχος στο διαγνωστικό κέντρο των εναγομένων, επί του οποίου εκδόθηκε το πρώτο αρνητικό πόρισμα, έγινε με διαδικασία και μέθοδο σύμφωνη προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής και εάν από την ανάλυση του σχετικού υλικού που εξετάσθηκε μπορούσε να διαγνωσθεί η ύπαρξη συνδρόμου Down.


[1]* Η επιλογή και επεξεργασία της νομολογίας σ’ αυτό το τεύχος, όπως επίσης του πορίσματος του Συνήγορου του Πολίτη και της αποφάσεως της ΑΠΔΠΧ, έγινε από τους Εμ. Λασκαρίδη ΔρΝ - δικηγόρο, Ε. Βλάχου ΜΔΣ - δικηγόρο και Ειρ. Νομικού, πτυχιούχο Νομικής ΔΠΘ, τους οποίους ευχαριστώ θερμά. Αντί άλλου σχολιασμού αυτών, δημοσιεύονται οι μελέτες (που αναφέρονται όλες σε θέματα ιατρικής ευθύνης), εκ των οποίων μάλιστα η μία – της κυρίας Ελίνας Βλάχου – εκπονήθηκε με αφορμή τις 3 από τις δημοσιευόμενες δικαστικές αποφάσεις.

Κ.Π.