Digesta 2008 |
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ*
Για να αποθηκεύσετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΑΚ 297, 298, 914 - α.ν. 1565/1939 άρθρο 24
Αιτιώδης συνάφεια ιατρικής παραλείψεως με επιζήμιο αποτέλεσμα
Ισχυρισμός ενάγοντος ότι ο θάνατος παιδιού στην ηλικία του ενός έτους λόγω υδροκεφαλίας οφείλεται σε διαγνωστικά σφάλματα του γυναικολόγου, ο οποίος παρακολουθούσε την εγκυμονούσα. Κατά την διενέργεια υπερήχου κατά τον 5ο μήνα της εγκυμοσύνης δεν διαπιστώθηκε η υδροκεφαλία του εμβρύου. Παράλειψη του ιατρού να παραπέμψει την εγκυμονούσα σε ειδικά εργαστήρια «μεγάλου» υπέρηχου. Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης, διότι δεν αποδεικνύεται ο αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ της παραλείψεως αυτής και του θανάτου του τεχθέντος με υδροκεφαλία τέκνου.
ΠολΠρωτΚιλκίς 84/2005
(Σύνθεση: Ε. Μπακιρτζόγλου, Χ. Μαυρίδης - εισηγητής, Κ. Ασημακόπουλος)
Ο εναγόμενος, μαιευτήρας - γυναικολόγος, παρακολουθούσε κάθε μήνα την εγκυμονούσα - δεύτερη ενάγουσα, η οποία κατά την 13η εβδομάδα της κύησής της παρέλαβε από τον εν λόγω ιατρό συμπληρωμένη την κάρτα παρακολούθησης εμβρύου. Ο εναγόμενος κατά την επίσκεψη αυτή ενημέρωσε την δεύτερη ενάγουσα ότι κατά τον πέμπτο μήνα της κύησης θα μπορούσε, αν ήθελε, να υποβληθεί σε μεγάλο υπέρηχο σε εξειδικευμένο κέντρο προγεννητικού ελέγχου στη Θεσσαλονίκη. Ο μεγάλος υπέρηχος ή υπέρηχος δευτέρου επιπέδου απαιτεί εξειδίκευση και λαμβάνει χώρα σε ειδικά εργαστήρια περί τον πέμπτο μήνα της κύησης, προκειμένου να είναι δυνατή η έγκαιρη και νόμιμη κατ’ άρθρο 304 ΠΚ διακοπή της κύησης σε περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρής βλάβης στο έμβρυο. Ο εναγόμενος ενημέρωσε γενικά και χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες τη δεύτερη ενάγουσα για την ύπαρξη του μεγάλου υπερηχογραφήματος, χωρίς ωστόσο να την παραπέμψει σε εξειδικευμένο κέντρο για τη διενέργειά του κρίνοντας ότι η αντίστοιχη εξέταση που θα διενεργούσε στο ιατρείο του κατά τον πέμπτο μήνα της κύησης, σε συνδυασμό με τις εξειδικευμένες γνώσεις του και την μεγάλη θεωρητική κατάρτιση και πρακτική εμπειρία του, θα κάλυπταν επαρκώς τις διαγνωστικές ανάγκες της προκείμενης περίπτωσης. Με τον τρόπο αυτό ωστόσο κρίνεται ότι ο εναγόμενος παραβίασε έναν αναγνωρισμένο στην πράξη κανόνα ιατρικής επιμέλειας (lege artis), διότι η τήρηση από αυτόν της επιστημονικής τακτικής ότι στο μεγάλο υπέρηχο παραπέμπονται μόνο οι περιπτώσεις που διαπιστώνονται υποψίες βλάβης μπορούσε να δημιουργήσει πιθανότητα μη έγκαιρης διάγνωσης συγγενών διαμαρτιών του εμβρύου.
Κατά τη 32η εβδομάδα της κύησης ο εναγόμενος ιατρός διαπίστωσε την ύπαρξη πιθανής υδροκεφαλίας. Παρέπεμψε τη δεύτερη ενάγουσα στο εξειδικευμένο κέντρο προγεννητικού ελέγχου του επίκουρου καθηγητή Εμβρυομετρικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για λεπτομερή επιβεβαίωση ή μη του παραπάνω ευρήματος. Η δευτέρα ενάγουσα εξετάστηκε στο παραπάνω κέντρο την 13.12.2002 και διαπιστώθηκε η ύπαρξη υδροκεφάλου πιθανώς αποφρακτικής αιτιολογίας. Την 6.1.2003 η ενάγουσα γέννησε εσπευσμένα με καισαρική τομή. Το νεογέννητο εμφάνισε τους πρώτους μήνες οξείς και συνεχείς πόνους ενώ το κεφάλι του μεγάλωνε λόγω της υδροκεφαλίας με επικίνδυνα γρήγορο ρυθμό με συνέπεια αυτό να υποβληθεί την 9.6.2003 σε σοβαρή και λεπτή χειρουργική επέμβαση τοποθέτησης βαλβίδας για την απορρόφηση του επιπλέον υγρού που συσσωρευόταν στο κεφάλι του και απωθούσε τον εγκέφαλο. Παρά την προσωρινή βελτίωση της κατάστασης της υγείας του το βρέφος εμφάνισε σπασμούς και έκανε συνεχούς εμετούς μέχρι την ημέρα του θανάτου του την 3.1.2004. Όπως διαβεβαίωσαν οι πραγματογνώμονες ιατροί έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές στην πράξη, ένα έμβρυο να εμφανίσει υδροκεφαλία και μετά την 30η εβδομάδα της κύησης, ακόμα και μετά τη γέννησή του, δεδομένου ότι η πάθηση αυτή είναι εξελικτική αφού ο εγκέφαλος του νεογνού συνεχίζει να αναπτύσσεται ακόμα και ένα έτος μετά τη γέννησή του.
Κατόπιν τούτων προκύπτει ότι παρά το γεγονός ότι ο εναγόμενος ιατρός δεν παρέπεμψε τη δεύτερη ενάγουσα προς διενέργεια υπερήχου δευτέρου επιπέδου σε εξειδικευμένο κέντρο κατά τον πέμπτο μήνα της κύησης, που συνιστά την πλέον καθιερωμένη και μια από τις πιο πρόσφορες μεθόδους προγεννητικού ελέγχου, εν τούτοις από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν συνδέεται αιτιωδώς η αμέλεια αυτή με την μη έγκαιρη διάγνωση της υδροκεφαλίας του τέκνου των εναγόντων, αφού αυτή δεν διαπιστώθηκε με βεβαιότητα ότι υπήρχε ήδη κατά τη διενέργεια του υπερηχογραφήματος του Σεπτεμβρίου του έτους 2002. Το πλέον πιθανό είναι ότι η υδροκεφαλία δημιουργήθηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο της κύησης. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ, προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη μεταξύ του ζημιογόνου και της ζημίας αιτιώδους συνάφειας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, κατά τη διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 968/ 2003, ΑΠ 14448/1980, ΝοΒ 29, 709). Ειδικά, για τους ιατρούς, οι οποίοι κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕνΑΚ, οφείλουν να παρέχουν με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική τους συνδρομή, γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται αμέλεια, ακόμα και αν επήλθε σωματική βλάβη ή θάνατος του ασθενή, όταν σε επίπεδο διαγνωστικό έχει καταβληθεί η απαιτούμενη επιμέλεια, δηλαδή η προσοχή και η σύνεση που ήταν επιβεβλημένες από τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες (lege artis) της ιατρικής επιστήμης (βλ. σχετ. ΣυμβΑΠ 1492/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ 835, ΣυμβΑΠ 796/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ 835, ΣυμβΑΠ 796/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ 351). Αντίθετα, τέτοια αμέλεια, έστω και ελαφρά, και κατ’ επέκταση ευθύνη του ιατρού υφίσταται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το επελθόν ζημιογόνο στον ασθενή αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των παραπάνω κανόνων και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβάλλον καθήκον επιμέλειας (βλ. σχετ. ΣυμβΑΠ 490/2000 ΠοινΔικ 2001, 580, ΣυμβΑΠ 1135/1988 ΠοινΧρ ΜΓ΄ 855). Ιδιαίτερα δε θα ληφθεί υπόψη η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού (Specialist), η οποία αποτελεί και το λόγο βαρύτερης ευθύνης του, αφού η προσφυγή στις υπηρεσίες του, με μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση συνήθως του ασθενούς, γίνεται ακριβώς λόγω της ειδικότητας αυτής (ΕφΑθ 197/1998, ΕλΔ 1988, 1239. ΕφΑθ 479/1983 ΝοΒ 31, 527).