Digesta 2008

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ*

Για να αποθηκεύσετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ 


ΑΚ 932

Απόρριψη αιτήματος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στους γονείς τέκνου που γεννήθηκε με ανατομική ανωμαλία άνω άκρου κατόπιν πλημμελούς διενέργειας των υπερηχογραφικών ελέγχων του εμβρύου

 

Σύζυγοι προσφεύγουν σε ιατρό μαιευτήρα - γυναικολόγο και σε διαγνωστικό κέντρο για την παρακολούθηση της κύησης της γυναίκας. Η τελευταία υποβάλλεται σε διαδοχικούς υπερηχογραφικούς ελέγχους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των οποίων η ανάπτυξη του εμβρύου είναι φυσιολογική, όπως βεβαιώνει ο ιατρός που την παρακολουθεί και συνολικά τέσσερις ιατροί, προστηθέντες του διαγνωστικού κέντρου. Εντούτοις, το τέκνο γεννιέται με ανατομική ανωμαλία άνω άκρου (φωκομέλεια αριστερού άνω άκρου). Δε δικαιούνται οι γονείς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ως εμμέσως ζημιωθέντες. Obiter dictum: ούτε το ίδιο το ανήλικο τέκνο δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ελλείψει αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων ιατρών και της ανατομικής ανωμαλίας του άνω άκρου αυτού, αλλά και διότι η γέννηση και η διατήρησή του τέκνου στη ζωή υπερτερεί ως έννομο αγαθό από το αποτέλεσμα που θα συνεπαγόταν η (έστω και επιτρεπτή) τεχνητή διακοπή της κύησης.

 

ΠολΠρωτΑθηνών 2487/2004

(Σύνθεση: Ι. Μπόρας, Ευθύμιος Κοκκινογένης - εισηγητής, Εύα Πετρίδου)

 

Βάσει των ισχυρισμών των εναγόντων (συζύγων), η δεύτερη ενάγουσα, ευρισκόμενη σε κατάσταση εγκυμοσύνης, επισκέφθηκε τον Ιανουάριο του 1998 το δεύτερο εναγόμενο ιατρό γυναικολόγο, ο οποίος παρακολουθούσε την κύησή της, και υποβλήθηκε σε υπερηχογραφικό έλεγχο στα ιατρεία της πρώτης εναγομένης κλινικής, σύμφωνα με τον οποίο η ανάπτυξη του εμβρύου ήταν φυσιολογική. Τον εν λόγω έλεγχο υπέγραψε ο τρίτος εναγόμενος, ιατρός στην πρώτη εναγόμενη. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 1998, διενεργήθηκε εκ νέου υπερηχογράφημα στο ιατρείο του δεύτερου εναγομένου, ο οποίος διαβεβαίωσε τους ενάγοντες ότι το κυοφορούμενο αναπτύσσεται φυσιολογικά. Τον ίδιο μήνα, οπότε συμπληρώνονταν 22 εβδομάδες κύησης, πραγματοποιήθηκαν στα ιατρεία της πρώτης εναγομένης δύο νέες εξετάσεις από τον τρίτο και τον τέταρτο εναγόμενο (προστηθέντες ιατρούς αυτής), οι οποίοι διαβεβαίωσαν τους ενάγοντες περί της φυσιολογικής ανάπτυξης του εμβρύου. Τον Ιούνιο του 1998 διενεργήθηκε καρδιογράφημα και υπερηχογράφημα από τον πέμπτο εναγόμενο, τα αποτελέσματα των οποίων ήταν καλά, όπως διαβεβαίωσε τους ενάγοντες ο δεύτερος εναγόμενος. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1998 έλαβαν χώρα ακόμη δύο υπερηχογραφήματα από το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος τους διαβεβαίωσε εκ νέου ότι η ανάπτυξη του κυοφορούμενου ήταν κανονική και ότι όλα εξελίσσονταν ομαλά. Πλην όμως, στις 28.08.1998 γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό το κυοφορούμενο θήλυ τέκνο των εναγόντων, το οποίο είχε «φωκομέλεια αριστερού άνω άκρου», δηλαδή εγκάρσια απλασία αυτού. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι δεν προέβησαν σε τεχνητή διακοπή της κύησης, η οποία θα ήταν επιτρεπτή, επειδή πείσθηκαν από τις επανειλημμένες βεβαιώσεις των εναγομένων ιατρών περί της αρτιμέλειας του κυοφορούμενου. Επομένως, το γεγονός ότι δεν απετράπη με τεχνητή διακοπή της κύησης η γέννηση του φέροντος την εν λόγω ανατομική ανωμαλία τέκνου, οφειλόταν σε αμέλεια των εναγομένων ιατρών, οι οποίοι διενήργησαν πλημμελώς και κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης τον υπερηχογραφικό έλεγχο του εμβρύου, με αποτέλεσμα να μη διαγνώσουν την ύπαρξη της σωματικής αναπηρίας αυτού. Συνεπεία των ανωτέρω, οι ενάγοντες αιτούντο να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον και σε έκαστον εξ αυτών, το ποσόν των 1.467.400,00 Ευρώ, νομιμοτόκως, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία της άδικης πράξης των εναγομένων. Ισχυρίστηκαν δε περαιτέρω, πως η ηθική τους βλάβη συνίστατο στο γεγονός ότι η γέννηση του τέκνου τους προξένησε σε αυτούς μεγάλη θλίψη και οδύνη σε καθημερινή βάση, αφού το βλέπουν με τη σωματική του αναπηρία, η οποία επηρεάζει τόσο την κατάσταση του σώματός του, όσο και την ψυχική του υγεία.

Από τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. α΄ και β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση αδικοπραξίας, μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στο πρόσωπο που άμεσα υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία. Τέτοιο πρόσωπο είναι ο φορέας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού και επί βλάβης του σώματος ή της υγείας εκείνος που την υπέστη ( ο παθών). Η έμμεση ηθική βλάβη δεν αποκαθίσταται. Συνεπώς, τρίτα πρόσωπα δε δικαιούνται κατά νόμον χρηματική ικανοποίηση, έστω και εάν αυτά, λόγω του στενού συγγενικού δεσμού με τον παθόντα, δοκιμάζουν ψυχικό πόνο και στενοχώρια, όπως στην περίπτωση των γονέων εξ αιτίας βλάβης του σώματος ή της υγείας του τέκνου τους. Στην περίπτωση αυτή, η ηθική βλάβη των γονέων είναι έμμεση και δεν αποκαθίσταται.

Λόγω των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν προέβη στην κατ’ ουσίαν διερεύνηση της υπόθεσης, κρίνοντας ότι η αγωγή των εναγόντων, με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αίτημα, είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, εφόσον αιτούντο τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τον εαυτό τους ατομικώς, ως τρίτοι και εμμέσως ζημιωθέντες, και τέτοιου είδους ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας είναι έμμεση και μη αποκαταστατέα. Οι ενάγοντες επιχείρησαν με την προσθήκη - αντίκρουση να συμπληρώσουν το αίτημα της αγωγής, ισχυριζόμενοι ότι ασκούν την αγωγή για λογαριασμό του τέκνου ως ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού, όμως το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μεταβολή είναι απαράδεκτη, αφού έγινε μέσω της προσθήκης - αντίκρουσης, αλλά και σε κάθε περίπτωση ανεπίτρεπτη, καθόσον αφορά διαφορετικό ενάγοντα. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι ούτε το ίδιο το ανήλικο τέκνο θα μπορούσε διά των γονέων του να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αποδιδόμενης στους εναγομένους παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, της παραλείψεως δηλαδή των εναγομένων να διαγνώσουν κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο την ανατομική ανωμαλία του άκρου του τέκνου και της επικαλούμενης ηθικής βλάβης αυτού, αφού την ανατομική ανωμαλία, συνεπεία της οποίας το τέκνο υφίσταται επί του παρόντος και θα υφίσταται και στο μέλλον ψυχικό πόνο και ταλαιπωρία, δεν προκάλεσαν οι εναγόμενοι ιατροί. Το Δικαστήριο έκρινε εξ άλλου ότι η επικαλούμενη ηθική βλάβη του τέκνου θα μπορούσε να αποτραπεί μόνο με το θάνατο αυτού, μέσω τεχνητής διακοπής της κύησης, αφού οι ιατροί δεν ενημέρωσαν τους γονείς του για την ανατομική ανωμαλία του άκρου του. Όμως, η γέννηση του τέκνου και η διατήρησή του στη ζωή, με την εν λόγω ανατομική ανωμαλία, έχει μεγαλύτερη αξία και υπερτερεί ως έννομο αγαθό από το αποτέλεσμα που θα συνεπαγόταν η, έστω και επιτρεπτή, διακοπή της κύησης.