ΑΚ 57, 59, 926, 927, 1387 - ΠΚ 304 - ν. 2251/94 άρθρο 8

Ηθική βλάβη γονέων λόγω της επιλογής τους να μη διακόψουν την κύηση εξαιτίας ιατρικού λάθους (μη διάγνωση βαρειάς και ανίατης νόσου του εμβρύου)

Η επιλογή τεκνογονίας ή (επιτρεπτής) διακοπής της κυήσεως για λόγους ευγονίας συνιστά έκφανση του δικαιώματος στην προσωπικότητα που επί έγγαμης γυναίκας ανήκει και στον σύζυγο. Η απόφαση των συζύγων για μη διακοπή της κυήσεως στηριγμένη στην αποτυχία διαγνώσεως, από ιατρικό λάθος, της σοβαρής ανίατης ασθένειας του κυοφορουμένου και συνακόλουθα η απόκτηση βαρέως νοσούντος τέκνου, θεμελιώνει δικαίωμα των γονέων για χρηματική ικανοποίηση από τον γιατρό λόγω ηθικής τους βλάβης.

 

ΠολΠρωτΠειρ 4591/2009

(Σύνθεση: Ι. Τζιμπλάκης, Π. Γκλίνος, Π. Μιχαήλ - εισηγήτρια)

 

Η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΑΚ ορίζει ότι όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Η προστασία της προσωπικότητας περιλαμβάνει όσα αγαθά συνδέονται με το πρόσωπο π.χ. την υγεία (δημόσια και ατομική), την τιμή, την ιδιωτική ζωή και τη σφαίρα απορρήτου, όσα στοιχεία συνθέτουν την εξωτερίκευση κάθε ατόμου (όνομα, εικόνα), σωματική και ψυχική ακεραιότητα. Αντικείμενο, επίσης, της ιδιωτικού δικαίου προστασίας της προσωπικότητας αποτελούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που το Σύνταγμα αναγνωρίζει στα άτομα, όπως η θρησκευτική ελευθερία, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, πολιτικής δραστηριότητας κλπ. Το άρθρο 57 ΑΚ συνιστά μία γενική ρήτρα και αποτελεί συγκερασμό των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1, με συνέπεια στο δικαίωμα της προσωπικότητας να περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ένα από αγαθά που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου είναι η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος που κατατάσσονται στην κατηγορία των ψυχικών αγαθών. Ο συναισθηματικός κόσμος προσβάλλεται κατά κανόνα δευτερογενώς, δηλαδή συνεπεία άλλης παράνομης πράξης που στρέφεται κατά πρώτο λόγο κατά του ίδιου του προσβαλλόμενου και έχει ως αποτέλεσμα τον ψυχικό πόνο. Επίσης ο συναισθηματικός κόσμος προσβάλλεται και με παράνομη πράξη που στρέφεται κατά προσώπου διαφορετικού, με το οποίο όμως ο συναισθανθείς τη θλίψη ή τον πόνο συνδέεται στενά. Πρόκειται για τις αντανακλαστικές συνέπειες της προσβλητικής πράξης. Έτσι λοιπόν, ως ενάγων προς έγερση της αγωγής από την προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας νομιμοποιείται κατά βάση εκείνος που δέχθηκε την προσβολή. Σε περίπτωση όμως προσβολής του συναισθηματικού κόσμου, ενάγων μπορεί να είναι και τρίτος, στενά (λ.χ. με συγγένεια) συνδεόμενος με τον αμέσως προσβαλλόμενο (Ι. Καρακατσάνης, Σταθοπούλου - Γεωργιάδη ΑΚ, άρθρο 57 αριθ. 5 και 24, άρθρο 59 αριθ. 20). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από το άρθρο 304 παρ. 1-3 ΠΚ, ο κανόνας είναι ότι απαγορεύεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης και γι’ αυτό άλλωστε τιμωρείται με τις ποινές που το άρθρο αυτό κατά περίπτωση αναφέρει. Κατ’ εξαίρεση, δεν είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου) όταν γίνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αναφερόμενες στην 4η παράγραφο του ίδιου άρθρου περιπτώσεις που συνιστούν ειδικούς λόγους άρσεως του αδίκου. Μία εξ αυτών είναι η ευγονική ένδειξη: Όταν δηλαδή έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες (παρ. 4 περ. β΄). Σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, η διακοπή της κύησης εμφανίζεται ως πράξη δικαιολογημένη και γι’ αυτό όχι άδικη. Από την ποινική αυτή ρύθμιση συνάγεται μία νόμιμη δυνατότητα της εγκύου γυναίκας να σταθμίσει ελεύθερα, στα πλαίσια του άρθρου 5 παρ. 1 Συντάγματος, αν πειθόμενη στις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή άλλες πεποιθήσεις της θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση του «παθολογικού νεογνού» ή θα τη διακόψει συναινώντας στην καταστροφή του εμβρύου χάριν της ελευθερίας της και του –ανθρωπίνως– δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της να αποκτήσει ένα υγιές παιδί. Εάν τελεί σε γάμο, η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί από κοινού με το σύζυγο της κατά το άρθρο 1387 παρ. 1 ΑΚ διότι πρόκειται για (βασικό μάλιστα) θέμα του συζυγικού βίου. Η επιλογή της εγκύου να διακόψει τελικά μία τέτοια κύηση ως συνταγματικό θεμέλιο έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. Ε. Συμεωνίδου - Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής, Β΄ έκδοση, σελ. 809), η οποία προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου καθολικά, προστατεύοντας παράλληλα και όλα τα επί μέρους δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν όπως λ.χ. της σωματικής ελευθερίας, της τιμής, της υγείας κλπ, αλλά και ορισμένες προεκτάσεις τους (βλ. Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄, ατομικές ελευθερίες, Δ΄ έκδοση, 1982, σελ. 117). Τέτοια (προέκταση) είναι και η επιλογή ή μη της μητρότητας στις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει μία τέτοια υπό προϋποθέσεις επιλογή. Αν λοιπόν η έγκυος παρακωλυθεί (είτε με πράξη είτε με παράλειψη τρίτου) στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα της κατά την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ και, αν η προσβολή είναι υπαίτια, δικαιούται να αξιώσει την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης (άρθρο 59 ΑΚ). Τέτοια αξίωση έχει και ο σύζυγος της, έστω και αν δεν είναι ο άμεσα προσβαλλόμενος, διότι αφενός η απόφαση της συνεχίσεως ή διακοπής της κυήσεως δεν είναι ατομικό θέμα της εγκύου αλλά κοινό θέμα του συζυγικού τους βίου και αφετέρου, λόγω της στενής (συζυγικής) σχέσεως του με την έγκυο, οι επί της προσωπικότητας αυτής δυσμενείς συνέπειες αντανακλώνται και σ’ αυτόν. Για να συντρέξει όμως μία τέτοια προσβολή της προσωπικότητας των συζύγων πρέπει να στοιχειοθετούνται όλες οι κατ’ άρθρο 304 παρ. 4 περ. β΄ ΠΚ προϋποθέσεις επιτρεπτής διακοπής της κυήσεως λόγω ευγονίας και κυρίως να έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού. Ωστόσο, οι όροι «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» και «παθολογικό νεογνό» συνιστούν ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, του οποίου η ορθή λύση πρέπει να αναζητηθεί στα συνταγματικά πλαίσια του όλου ζητήματος. Το Σύνταγμα υποχρεώνει το κράτος να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, στην οποία κατά την ορθότερη γνώμη ανήκει και η αγέννητη. Αυτή η υποχρέωση προστασίας προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Συντάγματος, το οποίο υποχρεώνει το κράτος σε σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου στην ολότητα του ως είδος και έμβιο ον, άρα και ως έμβρυο (Α. Ράϊκος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τα θεμελιώδη δικαιώματα, II, έκδοση Γ΄ 1986, σελ. 47 επ., Μπεσίλα - Μακρίδη, Η συνταγματική προβληματική της αμβλώσεως, 1992, σελ. 69 επ., Κ. Χρυσόγονος, «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», 1998, σελ. 107). Ανθρώπινη αξία έχει και η αγέννητη ζωή και γι’ αυτό το έμβρυο προστατεύεται και έναντι της μητέρας του με την κατά κανόνα απαγόρευση από το νομοθέτη της διακοπής της κυήσεως (διαφορετικά: με την κατά κανόνα υποχρέωση αυτής να συνεχίσει την κυοφορία). Επειδή όμως η προστασία της αγέννητης ζωής δεν είναι κατά το Σύνταγμα απόλυτη ώστε να έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου έννομου αγαθού, γι’ αυτό και είναι συνταγματικά επιτρεπτή η άρση της δικαιϊκής υποχρέωσης προς κυοφορία σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των οποίων έγινε από το νομοθέτη στο άρθρο 304 παρ. 4 ΠΚ [για τον ανάλογο προβληματισμό στη Γερμανία βλ. την από 28.5.1993 απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, σχολιαζόμενη από την Ε. Συμεωνίδου - Καστανίδου, Υπεράσπιση 1993, σελ. 1237, και την από 8.7.2004 απόφαση του ΕΔΔΑ (Υπόθεση: Vo v. France), όπου η πλειοψηφία του δικαστηρίου δεν έλαβε τελικά θέση για τη νομική κατάσταση και την προστασία του εμβρύου στα πλαίσια του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, ΠοινΔνη 2004 σελ. 1138]. Με κριτήριο λοιπόν ότι συνταγματικός κανόνας είναι η υποχρέωση της εγκύου να συνεχίσει την κυοφορία και εξαίρεση η δυνατότητα διακοπής της, πρέπει οι ανωτέρω όροι να ερμηνευθούν στενά και να θεωρηθούν ως «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» που συνεπάγεται γέννηση «παθολογικού νεογνού» μόνο εκείνες οι περιπτώσεις που πρόκειται να γεννηθεί παιδί, το οποίο θα πάσχει από μία ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, σε κάθε περίπτωση μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση ώστε να παρίσταται ιδιαίτερα σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί από την έγκυο η συνέχιση της κύησης. Ενιαίος κανόνας ή ονομαστική αναφορά τέτοιων «ανωμαλιών» δεν μπορεί να συνταχθεί εκ των προτέρων διότι και η ποικιλία αυτών είναι μεγάλη και η ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης αφενός περιορίζει καθημερινά τα όρια του ανίατου και αφετέρου διευρύνει τις δυνατότητες διορθωτικών επεμβάσεων. Κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα ανωτέρω αυστηρά κριτήρια, τα οποία επιβάλλονται από τη διαπίστωση ότι συνταγματικός κανόνας είναι η διατήρηση της ζωής (ακόμη και της αγέννητης) και όχι η καταστροφή της (ΑΠ 544/2007 ΕλλΔνη 2008.289). Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 3 και 4 εδ. α΄ του ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας». Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 1 και 5 του ίδιου ν. 2251/1994, ως ειδικές, κατισχύουν κάθε άλλης διάταξης που αντιβαίνει σε αυτές ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτές, επομένως και εκείνων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός αν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μεγαλύτερη προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού (άρθρο 14 παρ. 1, 5 του ως άνω ν. 2251/1994), προκύπτει ότι με αυτές θεσμοθετείται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που αυτός προκάλεσε παράνομα και υπαίτια κατά την παροχή των υπηρεσιών (ΕφΘεσσ 1133/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004, 980). Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία δύναται να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφισταμένης ενοχικής σχέσεως μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών εις τα πλαίσια ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητος, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της αποδείξεως της ελλείψεώς της, λαμβάνονται δε σχετικώς υπ’ όψιν ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκόμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες, και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφ’ όσον δεν ανταποκρίνεται εις την ευλόγως προσδοκωμένη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69, 613, Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Έκδοση 2005, σελ. 270 επ.). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και ζημίας, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005, 1196). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 είναι εφαρμοστέα μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις ιατρικής ευθύνης, δεδομένου ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει ιατρικές υπηρεσίες, παρέχει αυτές κατά τρόπο ανεξάρτητο στον ασθενή χωρίς να υπακούει σε υποδείξεις ή στις οδηγίες του τελευταίου (ΑΠ 1227/2007 ΧρΙΔ 2008, 332. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 655 επ., και «Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος έκδοση 2006, 203 επ. Καράκωστα, Η προστασία του καταναλωτή ν. 2251/1994 έκδοση 2002 σελ. 217 επ.). Με τα δεδομένα αυτά η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 λειτουργεί ως ειδικότερος κανόνας, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελιώσεως αστικής ευθύνης διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης με την αντιστροφή του σχετικού βάρους αποδείξεως. Η αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η συντελούμενη αναγκαίως προσέγγιση του ιατρικού σφάλματος από την οπτική της αμέλειας επιδρά στην συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω της χρήσεως της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς. Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους αποδείξεως στην περίπτωση της ιατρικής ευθύνης λόγω αδικοπραξίας ενός ή περισσοτέρων ιατρών, ο ασθενής επιβάλλεται να αποδεικνύει εκτός από την ζημία, την παροχή προς αυτόν ιατρικών υπηρεσιών και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο κάθε ιατρός την εκ μέρους του έλλειψη εκδηλώσεως παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, την έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τελευταίας και της ζημίας ή την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσεως ή μειώσεως της ευθύνης του. Άλλωστε η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους αποδείξεως ισχύει και επί της εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 και από την, αναλογικώς κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 παρ. 10 του νόμου τούτου, σε συνδυασμό με τις, επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επ., 926 και 927 ΑΚ. Ως εκ τούτου, επί της προβλεπόμενης στο άρθρο 926 εδ. 1α΄ ΑΚ περιπτώσεως ευθύνης εις ολόκληρον, ο ζημιωθείς αποδεικνύει α) την προς αυτόν παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών με «κοινή πράξη» περισσότερων ιατρών, δηλαδή με την εκ μέρους αυτών σύμπραξη ως ενιαία συλλογική τους πράξη, β) τη ζημία του και γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει από κοινού παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και ποία ειδικότερα επιμέρους πράξη ή παράλειψη του κάθε συμπράξαντος επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του έναντι του ζημιωθέντος, ο καθένας από τους συμπράξαντες ιατρούς ή παρέχοντες ιατρικές υπηρεσίες οφείλει να αποδείξει είτε το σύννομο της δικής του επιμέρους πράξεως, είτε την έλλειψη υπαιτιότητάς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δικής του πράξης και της ζημίας. Περαιτέρω το ιατρικό σφάλμα αποτελώντας την αντικειμενική και υποκειμενική προϋπόθεση της ευθύνης του ιατρού εμφανίζεται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις με την μορφή της εκδηλώσεως ορισμένης συμπεριφοράς χαρακτηριζόμενης ως αποκλίνουσας σε σχέση με αυτή την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες τη ιατρικής επιστήμης σε σχέση με τους οποίους δεν υφίσταται αμφισβήτηση. Υπό την έννοια αυτή στο πεδίο της διερευνήσεως της συνδρομής ιατρικού σφάλματος συνδεόμενου με την εσφαλμένη (εργαστηριακή) διάγνωση μίας νόσου, η κρίσιμη για την θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης διαπίστωση συνδέεται με την επιβλαβή επίδραση της ελλείψεως παροχής κατάλληλου (ορθού) διαγνωστικού (εργαστηριακού ή κλινικού) συμπεράσματος. Τέλος σε περίπτωση συνδρομής συμβατικής σχέσεως παροχής ιατρικών υπηρεσιών μεταξύ ιατρού και ασθενή η συμπεριφορά στην οποία σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν θεμελιώνεται ιατρική ευθύνη λόγω αδικοπραξίας αξιολογούμενη παράλληλα και ως ελλιπής ή πλημμελής εκπλήρωση της αντίστοιχης συμβατικής ενοχής θεμελιώνει την σχετική υποχρέωση αποζημιώσεως και στις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 676 ΑΚ (βλ. ΠΠρΘεσσ 24582/2008 ΧρΙδ 2009, 431 και Απ. Γεωργιάδη ο.π., Ειδικό Μέρος σελ. 179 επ. Φουντεδάκη, ο.π. σελ. 267 επ. και 337 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους, εκθέτουν ότι είναι σύζυγοι, ότι κατά τη διάρκεια της κύησης της δεύτερης εξ’ αυτών και συγκεκριμένα στις 10.5.2005 διαπίστωσαν, μετά από υπερηχογραφικό έλεγχο, ότι το κυοφορούμενο εμφάνιζε υπερηχογενές έντερο, ένδειξη, τόσο κατά τον μαιευτήρα γυναικολόγο που παρακολουθούσε τη δεύτερη εξ αυτών όσο και κατά τον ιατρό που διενήργησε το υπερηχογράφημα, ινοκυστικής νόσου, οπότε κρίθηκε απαραίτητη η διενέργεια εξετάσεων για τον έλεγχο της γενετικής ασθένειας της κυστικής ίνωσης ή ινοκυστικής νόσου, προκειμένου, σε περίπτωση που αυτές κατέληγαν σε θετικό αποτέλεσμα, να προέβαινε η δεύτερη εξ αυτών, σύμφωνα με την διαμορφωθείσα σταθερά και απαρέγκλιτα ειλημμένη απόφασή τους –μετά από τις συμβουλές και των ως άνω ιατρών, οι οποίοι τους ενημέρωσαν ενδελεχώς για τα χαρακτηριστικά και τη σοβαρότητα της νόσου– σε τεχνητή διακοπή της κυήσεως για ευγονικούς λόγους, ώστε να μη φέρει στον κόσμο ένα βαρέως πάσχον από την ως άνω νόσο τέκνο, καταδικασμένο σε μία σύντομη και άκρως βασανιστική ζωή. Ότι υπό αυτές τις συνθήκες αυτοί (ενάγοντες) προέβησαν σε σύναψη διαγνωστικής σύμβασης με την πρώτη των εναγομένων με αντικείμενο τον έλεγχο ύπαρξης σε αυτούς και στο κυοφορούμενο τέκνο τους μετάλλαξης της ινοκυστικής νόσου, ότι ειδικότερα στις 11.5.2005 διενεργήθηκε αιμοληψία από τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους και στους δύο ενάγοντες προς μοριακό έλεγχο της γενετικής ασθένειας της κυστικής ίνωσης ενώ παράλληλα την ίδια ως άνω ημέρα έγινε λήψη αμνιακού υγρού με αμνιοπαρακέντηση από τη δεύτερη εξ αυτών (εναγόντων) ώστε να διενεργηθεί προγεννητικός κυτταρικός έλεγχος του εμβρύου με σκοπό την έρευνα για την ύπαρξη ή μη στο έμβρυο μετάλλαξης τύπου ΔF508 της κυστικής ινώδους νόσου. Ότι η πρώτη εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων - συνεργατών της, δεύτερο και τρίτο εναγομένους, εκ των οποίων ο δεύτερος είναι μοριακός βιολόγος, ο τρίτος ιατρός γενετιστής, διενήργησε τον έλεγχο και την εξέταση και στις 17.5.2005 ανακοίνωσε σε αυτούς ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων που τους αφορούσαν ήταν αρνητικά, ήτοι «ότι δεν ανιχνεύθηκε μεταλλαγή του γονιδίου CFTR» σε κανέναν εξ αυτών, ενώ στις 12.5.2005 τους είχε ανακοινώσει ότι το αποτέλεσμα του ελέγχου στο έμβρυο ήταν αρνητικό, «ήτοι ότι δεν ανιχνεύθηκε η μεταλλαγή ΔF508», αφετέρου δε ότι ο καρυότυπος του άρρενος εμβρύου βρέθηκε «φυσιολογικός ως προς τη δομή και τον αριθμό των χρωμοσωμάτων». Ότι την απάντηση των διαγνωστικών αποτελεσμάτων αυτοί έλαβαν με μεγάλη ανακούφιση, διότι αυτά σήμαιναν ότι αφού κανένας εξ αυτών, ως γονέων του εμβρύου, δεν ήταν φορέας, το κυοφορούμενο όχι μόνο δεν μπορούσε να αναπτύξει την εν λόγω νόσο αλλά ούτε φορέας της μπορούσε να είναι. Ότι στις 2.9.2005 η δεύτερη εξ αυτών γέννησε άρρεν τέκνο, το οποίο έπασχε εν τέλει από ινοκυστική νόσο, όπως διαπιστώθηκε από το Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής του Νοσοκομείου Παίδων «ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ», και το οποίο εισήχθη αυθημερόν στη μονάδα εντατικής θεραπείας πάσχον από χολώδη εμετό και μετεωρισμό κοιλίας και εν συνεχεία μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ σε κρίσιμη κατάσταση στο Νοσοκομείο Παίδων, όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση και ειλεοστομία, λόγω ρήξης εντέρου από ειλεό από μηκώνιο, που είναι εκδήλωση της ινοκυστικής νόσου. Ότι έκτοτε το τέκνο τους παρουσιάζει συνεχώς δυσεπίλυτα προβλήματα υγείας, απορρέοντα από την ως άνω νόσο και ασθενεί σοβαρά ενώ αυτοί αντιμετωπίζουν καθημερινά το συνεχή και αδιάλειπτο κίνδυνο ζωής, τον οποίο διέρχεται το τέκνο τους. Ότι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι από βαρειά αμέλειά τους, ήτοι κατά παράβαση των αρχών και ενδεδειγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και της εμπειρίας (lege artis) καθώς και της υποχρέωσης επίδειξης της δέουσας επιμέλειας κατά την παροχή των υπηρεσιών τους και τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν ή χρησιμοποίησαν εσφαλμένα τα διαγνωστικά τους μέσα, και μη αντιλαμβανόμενοι ότι αυτοί (ενάγοντες) ήταν φορείς της νόσου και το κυοφορούμενο τέκνο τους ήδη νοσούν, παρότι αυτό ήταν επιστημονικά δυνατό, προέβησαν σε εσφαλμένη (εργαστηριακή) διάγνωση περί μη ύπαρξης μεταλλάξεων της ινοκυστικής νόσου τόσο σε αυτούς όσο και στο κυοφορούμενο τέκνο τους, και προσέβαλαν παράνομα την προσωπικότητα αυτών (εναγόντων), αφού οι τελευταίοι εμποδίστηκαν να ασκήσουν ελεύθερα και ακώλυτα το δικαίωμα επιλογής διακοπής της κύησης για λόγους ευγονικούς και στερήθηκαν έτσι τη νόμιμη δυνατότητά τους να αποτρέψουν τη γέννηση βαρέως πάσχοντος και θνησιγενούς τέκνου, όπως είχαν αποφασίσει όταν οι ιατροί τους ανακοίνωσαν ότι η εμφάνιση υπερηχογένειας στο έντερο του εμβρύου είναι ένδειξη της ινοκυστικής νόσου. Ότι από την ως άνω συμπεριφορά των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, προστηθέντων της πρώτης εναγομένης εταιρείας, προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους και υπέστησαν και ηθική ζημία, αφού βιώνουν καθημερινά δυσβάστακτη θλίψη για τη μη ανόθευτη άσκηση του ως άνω δικαιώματός τους να επιλέξουν τη διακοπή της κυήσεως και τη –συνεπεία αυτής– μη αποτροπή της γέννησης ανιάτως πάσχοντος και θνησιγενούς τέκνου, γεγονός που έχει ανατρεπτική επίδραση στην ψυχική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους, που έχουν απορυθμισθεί εντελώς, υφιστάμενοι επιπλέον και μεγάλη οικονομική ζημία. Ότι, εκτός από τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, ευθύνεται απέναντι τους, εις ολόκληρον με τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους, και η πρώτη εναγομένη εταιρεία –με την οποία συνήψαν, ως εταιρεία παροχής εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών, σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών ή διαγνωστική σύμβαση– τόσο ενδοσυμβατικά λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης εκ μέρους της, δια των δεύτερου και τρίτου εναγόμενων που εκτέλεσαν την εν λόγω σύμβαση, των απορρεουσών από τη μεταξύ τους διαγνωστική σύμβαση υποχρεώσεων, όσο και ως προστήσασα στην υπηρεσία της τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους, οι οποίοι ενήργησαν στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων και εντός της σφαίρας της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής, συνισταμένης στην κατά τρόπο ανεξάρτητο παροχή ιατρικών διαγνωστικών υπηρεσιών στο κοινό. Ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων αυτοί (ενάγοντες) υπέστησαν ηθική βλάβη για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας δικαιούνται αμφότεροι το εύλογο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό οι ενάγοντες ζητούν, μετά από παραδεκτή, κατ’ άρθρα 223, 294 εδ. α΄, 295 παρ. 1 εδ. τελευταίο, 297 ΚΠολΔ, μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που ισοδυναμεί με μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ σε αμφότερους, ήτοι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000,00) ευρώ σε καθέναν εξ αυτών (εναγόντων), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, να απαγγελθεί, λόγω της αδικοπραξίας τους και ως μέσον για την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης, προσωπική κράτηση σε βάρος του δευτέρου και τρίτου εναγομένων, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Η αγωγή αυτή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας δεν απαιτείται μετά την μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18 αρ. 1 και 37 παρ. 1 σε συνδυασμό με 25 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) για να εκδικαστεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. ... Η αγωγή είναι ορισμένη ως προς την περί αδικοπραξίας βάση της, ερειδομένη στον ειδικότερο κανόνα του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2251/1994, καθόσον οι ενάγοντες αναφέρουν λεπτομερώς στην αγωγή τους την παροχή προς αυτούς ιατρικών υπηρεσιών από την πρώτη εναγομένη εταιρεία και τους προστηθέντες από αυτήν στην υπηρεσία της, δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, την προσβολή της προσωπικότητάς τους και την ηθική ζημία που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων [ήτοι από τη, από βαρειά αμέλειά τους, εξαγωγή εσφαλμένων διαγνωστικών (εργαστηριακών) συμπερασμάτων αναφορικά με τις εξετάσεις μοριακού ελέγχου αυτών (εναγόντων), με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μην προβούν στην ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος επιλογής τους περί τεχνητής διακοπής της κύησης για λόγους ευγονικούς, στην οποία είχαν αποφασίσει να προβούν –όταν τους ανακοινώθηκε από τους ιατρούς ότι η υπερηχογένεια του εντέρου στο κυοφορούμενο είναι ένδειξη ινοκυστικής νόσου, η οποία είναι ανίατη νόσος και οδηγεί με βεβαιότητα σε θάνατο του τέκνου– και έτσι να υποστούν προσβολή της προσωπικότητάς τους και ηθική ζημία, συνισταμένη στη θλίψη και στη στενοχώρια τους για τη μη ανόθευτη άσκηση του δικαιώματος επιλογής διακοπής της κύησης και τη –συνεπεία αυτής– μη αποτροπή της γέννησης τέκνου πάσχοντος ανίατα από σοβαρή ανωμαλία], καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ηθικής ζημίας και της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρουν για το ορισμένο της εν λόγω ιστορικής βάσης της αγωγής το παράνομο και υπαίτιο της συμπεριφοράς των εναγομένων. Οι τελευταίοι εάν θέλουν να απαλλαγούν από την ευθύνη τους πρέπει να αποδείξουν, λόγω της θεσμοθέτησης με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2251/1994 της νόθου αντικειμενικής ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, ή την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης τους ή την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας και της παράνομης και υπαίτιας πράξης τους. Ακόμη η αγωγή είναι ορισμένη και δεν απαιτείται για την κατάφαση της αδικοπρακτικής ευθύνης των δευτέρου και τρίτου εναγομένων να εξειδικεύονται σε αυτήν οι συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις ενός εκάστου εξ αυτών, ευθυνομένων εις ολόκληρον απέναντι στους ενάγοντες, αφού λόγω της καθιερούμενης από το ν. 2251/ 1994, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, νόθου αντικειμενικής ευθύνης και της συνακόλουθης αντιστροφής του βάρους απόδειξης, πρέπει ο καθένας εξ αυτών, σύμφωνα και με τα όσα διαλαμβάνονται στη σχετική μείζονα σκέψη, να επικαλεστεί και να αποδείξει, προς απαλλαγή από την ευθύνη του, την έλλειψη παράνομης και υπαίτιας πράξης του ή την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δικής του πράξης και της επελεύσεως της, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ηθικής ζημίας και βλάβης στους ενάγοντες. Επομένως πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των εναγομένων. Επίσης η αγωγή είναι ορισμένη και ως προς τη βάση της περί προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, αφού εκτίθεται αναλυτικά στο δικόγραφο αυτής ότι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι με την εξαγωγή, λόγω της αμελούς συμπεριφοράς τους, εσφαλμένης διάγνωσης προσέβαλαν την ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων, που συνίσταται στο δικαίωμά τους να επιλέξουν ακώλυτα και ανεμπόδιστα, ως σύζυγοι για θέμα που αφορά το κοινό συζυγικό βίο, ήτοι για τη διακοπή της κυήσεως της δεύτερης εξ αυτών, ενόψει του ότι υπήρχε η ένδειξη της υπερηχογένειας του εντέρου του κυοφορούμενου που σχετίζεται άμεσα με την νόσο της κυστικής ίνωσης, απορριπτομμένων των όσων περί του αντιθέτου αιτιώνται οι εναγόμενοι. Τέλος η αγωγή αναφορικά με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει τα υπό του νόμου απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωσή της και δη αναφέρονται σε αυτήν ο βαθμός του πταίσματος των εναγομένων, το είδος της προσβολής που υπέστησαν οι ενάγοντες στην προσωπικότητά τους, και η έκταση της βλάβης που προκλήθηκε αιτιωδώς σε αυτούς από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών και δη των παθόντων δεν οδηγεί σε αοριστία της αγωγής, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία αυτής και συνεπώς η παράθεσή τους δεν είναι αναγκαία για την πληρότητα της αγωγής, επιπλέον δε λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο ενδεικτικά και όχι αποκλειστικά προκειμένου να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ανάλογη με τις περιστάσεις ικανοποίηση των παθόντων, χωρίς να διατάσσεται περί τούτων απόδειξη, αφού το δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά κατ’ ελεύθερη κρίση συνεκτιμώντας και τα διδάγματα της κοινής πείρας (πρβλ. ΑΠ 242/ 2008 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 8/2009 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 674/2004 ΕΕργΔ 2005, 1349). Τέλος η αγωγή είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα κατά τη βάση της περί ενδοσυμβατικής ευθύνης αναφορικά με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, διότι στις περιπτώσεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης δεν επιδικάζεται, εκτός των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος, στις οποίες δεν εμπίπτει η αγωγή κατά την εν λόγω ιστορική της βάση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ούτε πολύ περισσότερο αναγνωρίζεται η ύπαρξη τέτοιας αξίωσης. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι νόμιμη –τόσο αναφορικά με την αξίωση της δεύτερης ενάγουσας όσο και αναφορικά με την αξίωση περί χρηματικής ικανοποίησης του πρώτου ενάγοντος, αφού, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη σχετική μείζονα σκέψη, αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας και την εντεύθεν αδικοπραξία έχει και ο πρώτος ενάγων - σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας (διότι αφενός μεν η απόφαση της συνεχίσεως ή της διακοπής της κύησης δεν είναι ατομικό θέμα της εγκύου αλλά κοινό οικογενειακό θέμα του συζυγικού τους βίου, αφετέρου δε λόγω της στενής συζυγικής του σχέσης με την έγκυο σύζυγό του, οι επί της προσωπικότητας δυσμενείς συνέπειες αντανακλώνται και σε αυτόν, ο οποίος υφίσταται επιπλέον και ηθική ζημία)– ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330 εδ. β΄, 340, 345 εδ. α΄ ΑΚ [ως προς την τοκογονία του αναγνωριστικού πλέον αιτήματος της αγωγής, καθώς η επίδοση της αγωγής συνιστά όχληση του οφειλέτη και επομένως λόγο έναρξης της υπερημερίας του (βλ. ΑΠ 1122/2000 και ΑΠ 550/2000 ΕλλΔνη 41, 1664 και 1665 αντίστοιχα)], 922, 926, 932 ΑΚ, 8 παρ. 1, 3, 4 ν. 2251/1994, αρ. 8 και 24 του α.ν. 1565/1939 (που διατηρήθηκε σε ισχύ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 του ΕισΝΑΚ), αρ. 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Συντάγματος, και 70, 176 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της προηγήθηκε, κατ’ άρθρο 214Α παρ. 1 ΚΠολΔ, απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς η οποία απέτυχε, όπως αυτό προκύπτει από την προσκομιζομένη από τους ενάγοντες υπό ημερομηνία 15.11.2006 δήλωση περί αποτυχίας της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς (άρθρα 214Α παρ. 7 εδ. β΄ και 8 περ. β΄ ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της... Αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι σύζυγοι και το μήνα Ιανουάριο του 2005 η δεύτερη εξ αυτών διαπίστωσε ότι είναι έγκυος στο πρώτο τους τέκνο, οπότε απευθύνθηκαν στο μαιευτήρα - γυναικολόγο Αθηνών Μ. Το μήνα Μάιο του έτους 2005 και συγκεκριμένα στις 10.5. 2005 η δεύτερη των εναγόντων, ενώ διένυε την εικοστή πρώτη (21η) εβδομάδα της κύησης, υποβλήθηκε σε υπερηχογραφική εξέταση στο ιατρείο του ιατρού Π., οπότε διαπιστώθηκε μέσω της εν λόγω εξέτασης ότι το έμβρυο παρουσίαζε υπερηχογενές έντερο, ήτοι ότι παρουσίαζε διάταση στο έντερό του. Λόγω της ενδείξεως της υπερηχογένειας στο έντερο του κυοφορούμενου, κρίθηκε απαραίτητη από τον ιατρό που διενήργησε το υπερηχογράφημα, όσο και από το μαιευτήρα που παρακολουθούσε τη δεύτερη ενάγουσα, η διενέργεια εξετάσεων για τον έλεγχο της γενετικής ασθένειας της κυστικής ίνωσης ή ινοκυστικής νόσου. Παράλληλα οι ως άνω ιατροί εξήγησαν στη δεύτερη ενάγουσα και στο σύζυγό της - πρώτο ενάγοντα ότι το υπερηχογενές έντερο αποτελεί ένδειξη σχετιζόμενη άμεσα και κατά κύριο λόγο στις περισσότερες των περιπτώσεων με την ύπαρξη της νόσου της κυστικής ίνωσης στο έμβρυο (οι λοιπές ανησυχητικές για τους ιατρούς περιπτώσεις σχετίζονταν με την ύπαρξη συνδρόμου Down στο κυοφορούμενο), η οποία αποτελεί ανίατη ασθένεια που οδηγεί το γεννηθέν τέκνο αργά ή γρήγορα σε θάνατο και μέχρι τότε το αναγκάζει να βιώνει βασανιστική ζωή, λόγω των πολλών και δισεπίλυτων επιπλοκών που παρουσιάζει. Μάλιστα, αφού οι δύο ως άνω ιατροί τους ανακοίνωσαν ότι «τέτοια παιδιά δεν τα αφήνουμε να γεννηθούν», συνέστησαν σε αυτούς να υποβληθούν σε εξετάσεις για το μοριακό έλεγχο της νόσου της κυστικής ίνωσης. Ειδικότερα η κυστική ίνωση ή κυστική ινώδης νόσος ή ινοκυστική νόσος, η οποία ανήκει στις κληρονομικές ασθένειες και μεταδίδεται από τους γεννήτορες μέσω του γενετικού υλικού, αποτελεί μία σοβαρά ανίατη, χρόνια εξελισσόμενη και συχνά μοιραία γενετική ασθένεια των βλεννογόνων αδένων του σώματος. Σύμφωνα με τη μελέτη των Carolyn Richards και Wayne Groody «Προγεννητικός Έλεγχος για κυστική ίνωση - Παρελθόν, παρόν, μέλλον» η κυστική ίνωση αποτελεί μία πολυσυστημική ασθένεια με βλάβες σε πολλά όργανα, σχετιζόμενη με μία όχι φυσιολογική παχύρρευστη γλοιώδη ουσία από επιθήλια κύτταρα που αποφράσσουν αναπνευστικές οδούς και πόρους. Είναι αλήθεια ότι η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι η μεγαλύτερη αιτία νόσησης ή πρόωρου θανάτου, εν τούτοις ασθενείς με κυστική ίνωση μπορεί επίσης να υποφέρουν από παγκρεατική ανεπάρκεια, εντερική απόφραξη, διαβήτη, κίρρωση του ήπατος, καθυστέρηση ανάπτυξης, αφυδάτωση εξαιτίας της υπερβολικής απώλειας αλάτων με τον ιδρώτα και ιγμορίτιδα. Μερικοί ασθενείς πεθαίνουν σε μικρή παιδική ηλικία από ειλεό από μηκώνιο, υπονατριαιμική αφυδάτωση, σοβαρή έλλειψη πρωτεϊνών ή βλάβη αναπνευστικού. Κατά δε τον Ν., «Η κυστική ίνωση είναι ένα χρόνιο νόσημα χωρίς ριζική θεραπεία. Η σημερινή θεραπευτική αγωγή είναι μόνο συμπτωματική και αποσκοπεί στην αναστολή της εξέλιξης της νόσου με την πρόληψη και αντιμετώπιση διαφόρων επιπλοκών. Πλήττει διάφορα όργανα του σώματος, όμως η αχίλλειος πτέρνα του ασθενή με κυστική ίνωση είναι ο πνεύμονας και το 95% των ασθενών καταλήγει από πνευμονική ανεπάρκεια». Όμως η βαρύτητα της νόσου ποικίλλει κατά περίπτωση και οδηγεί συχνά στον πρόωρο θάνατο του νοσούντος ατόμου. Αναφορικά με την εμφάνιση της κυστικής ίνωσης στα νοσούντα άτομα είναι δεδομένο ότι οι γονείς παιδιών με κυστική ίνωση είναι υποχρεωτικά φορείς της νόσου απολύτως υγιείς, δίδουν Όμως ο καθένας το παθολογικό του γονίδιο στο πάσχον τέκνο τους, το οποίο φέρει έτσι δύο παθολογικά γονίδια. Όταν δύο φορείς έρχονται σε γάμο και τεκνοποιούν υπάρχει πιθανότητα 25% απόκτησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση, 50% απόκτησης τέκνου που είναι το ίδιο φορέας της νόσου και 25% απόκτησης τέκνου υγιούς. Για το λόγο αυτό πρέπει να ελέγχονται οι γονείς για μεταλλάξεις της ινώδους κυστικής νόσου, παράλληλα με τον έλεγχο που πρέπει να γίνεται στο έμβρυο για συγγενείς λοιμώξεις και για καρυότυπο (σύνδρομο Down). Εάν διαπιστωθεί ότι ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι φορείς της ινώδους κυστικής νόσου, τότε παρέχεται η δυνατότητα για μοριακό προγεννητικό έλεγχο στο έμβρυο. Πάντως ειδική ένδειξη για προγεννητικό έλεγχο του κυοφορούμενου αποτελεί η ανεύρεση υπερηχογενούς εντέρου του εμβρύου, ανιχνευόμενου με υπέρηχο κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, καθόσον το υπερηχογενές έντερο μπορεί να οφείλεται σε ινοκυστική νόσο, σε χρωμοσωμικό σύνδρομο (σύνδρομο Down) ή σε συγγενή λοίμωξη του εμβρύου. Το υπεύθυνο γονίδιο της ινοκυστικής νόσου είναι το γονίδιο CFTR, το οποίο επέτρεψε στην ιατρική επιστημονική κοινότητα να αναλύσει τις βλάβες του που είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην εκδήλωση της νόσου. Οι βλάβες αυτές στο DNA του γονιδίου CFTR, που ονομάζονται μεταλλάξεις, είναι υπεύθυνες για την παθολογική έκφραση του γονιδίου. Όταν και τα δύο αντίγραφα του γονιδίου έχουν μία τέτοια μετάλλαξη τότε το άτομο πάσχει και λέγεται ομοζυγώτης (ίδια μετάλλαξη και στα δύο αντίγραφα) ή διπλός ετεροζυγώτης (διαφορετική μετάλλαξη στο κάθε αντίγραφο). Όταν η μετάλλαξη βρίσκεται μόνο στο ένα αντίγραφο τότε το άτομο είναι φορέας της νόσου. Ο αριθμός των μεταλλάξεων στο γονίδιο CFTR της ινοκυστικής νόσου, που είναι δυνατόν να προξενήσουν τη νόσο, είναι δυστυχώς μεγάλος (>900). Η χώρα μας εμφανίζει μεγάλη ποικιλομορφία στις μεταλλάξεις της ινοκυστικής νόσου, με αποτέλεσμα η κύρια μετάλλαξη ΔF508 της νόσου να απαντάται στην Ελλάδα σε Έλληνες ασθενείς σε συχνότητα περίπου 53,4%, ενώ η δεύτερη σε σειρά μετά τη ΔF508 και πιο κοινή μετάλλαξη, ήτοι η 621+1 G>T, να απαντάται σε Έλληνες ασθενείς σε συχνότητα 5,72%. Τα διαγνωστικά κέντρα γενετικής στην Ελλάδα εκτελούν το μοριακό έλεγχο της νόσου με την ανίχνευση μέχρι 33 ή 36 μεταλλάξεων, που καλύπτουν ποσοστό μεταξύ 78% με 86% των μεταλλάξεων [βλ. τα αναγραφόμενα στο απαντητικό έγγραφο του Διαγνωστικού Κέντρου Γενετικής. Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης]. Οι ενάγοντες, λαμβάνοντες γνώση από τους ως άνω ιατρούς της σοβαρότητας της νόσου αποφάσισαν ότι, στην περίπτωση που τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το μοριακό έλεγχο της κυστικής ίνωσης ήταν θετικά και αυτοί ήταν φορείς της νόσου, τότε η δεύτερη εξ αυτών, υλοποιώντας την κοινή με το δεύτερο ενάγοντα απόφασή τους, αφορώσα στον οικογενειακό τους βίο, θα προέβαινε σε τεχνητή διακοπή της κύησης για λόγους ευγονικούς, δεδομένης της ένδειξης της υπερηχογένειας του εντέρου του κυοφορούμενου, δεδομένου επίσης και του ότι υπήρχε χρόνος προς τούτο (η ενάγουσα δεν είχε ακόμη συμπληρώσει την 24η εβδομάδα της κύησης). Για το λόγο αυτό οι ενάγοντες υποβλήθηκαν σε ειδικές για το πρόβλημά τους εξετάσεις μοριακού ελέγχου, απευθυνόμενοι, μέσω του Π. σε εξειδικευμένο ιδιωτικό εργαστήριο γενετικής, παρέχον κατά τρόπο ανεξάρτητο εργαστηριακές διαγνωστικές υπηρεσίες (οι οποίες εμπίπτουν στον κύκλο των ιατρικών υπηρεσιών) στο κοινό. Ειδικότερα στις 11.5.2005 ο ιατρός Π. προέβη σε αιμοληψία στους ενάγοντες και απέστειλε, για λογαριασμό των τελευταίων, τα σχετικά δείγματα αίματος στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας που αποτελεί Εργαστήριο Γενετικής, όπου πραγματοποιούνται εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου. Επίσης την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία ο ιατρός Π. έλαβε, με τη μέθοδο της αμνιοπαρακέντησης, αμνιακό υγρό από τη δεύτερη ενάγουσα προκειμένου να διενεργηθεί προγεννητικός κυτταρικός έλεγχος στο κυοφορούμενο και απέστειλε αυθημερόν, για λογαριασμό των εναγόντων, το δείγμα στο ίδιο ως άνω διαγνωστικό εργαστήριο. Η αναγραφόμενη στο από 11.5.2005 παραπεμπτικό του ως άνω ιατρού αιτία παραπομπής των τριών δειγμάτων βιολογικού και γενετικού υλικού ήταν αυτολεξεί «λόγω υπερηχογενούς εντέρου», προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος αναφορικά μεν με το έμβρυο του καρυότυπου του εμβρύου, της QF-PCR, του φύλου του εμβρύου και της μετάλλαξης ΔF508 της κυστικής ίνωσης στο έμβρυο, αναφορικά δε με τους γονείς - ενάγοντες της ινοκυστικής νόσου σε αυτούς, υπό την έννοια του να διενεργηθεί έλεγχος για το εάν αυτοί είναι φορείς της ινοκυστικής νόσου και, σε περίπτωση προβλήματος σε αυτούς, τότε θα γινόταν και στο έμβρυο περαιτέρω έλεγχος για ινοκυστική νόσο. Στα πλαίσια της διαγνωστικής αυτής σύμβασης, που συνήφθη μεταξύ των εναγόντων, για λογαριασμό των οποίων ενήργησε κατά τη σύναψη αυτής ο ιατρός Π., και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε, έναντι αμοιβής ανερχομένης στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ, δια των προστηθέντων αυτής συνεργατών, ήτοι των δεύτερου και τρίτου εναγόμενων, μοριακού βιολόγου και ιατρού - γενετιστή αντίστοιχα –απόφοιτων του μεν δεύτερου του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο αντικείμενο της Γενετικής, του δε τρίτου επίτιμου καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου (...) να προβεί σε μοριακό έλεγχο της γενετικής ασθένειας της κυστικής ίνωσης και ειδικότερα να διαγνώσει εάν οι ενάγοντες ήταν, ή ο ένας ή και οι δύο, φορείς της νόσου αυτής, ήτοι εάν έφεραν μεταλλάξεις του γονιδίου της κυστικής ίνωσης και, σε θετική περίπτωση [και με δεδομένη την εικόνα υπερηχογένειας στο έντερο του εμβρύου που ήταν συμβατή με την εν λόγω νόσο], να διαγνώσει περαιτέρω με την κατάλληλη εξέταση εάν το έμβρυο έπασχε από κάποια άλλη μετάλλαξη του γονιδίου CFTR της κυστικής ίνωσης, πλην της ΔF508. Οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι διενήργησαν τυπικό προγεννητικό έλεγχο στο έμβρυο, που περιλαμβάνει και έλεγχο για τη μετάλλαξη ΔF508 της κυστικής ίνωσης, που είναι η συνηθέστερη στην Ελλάδα μετάλλαξη που απαντάται στους φορείς και πάσχοντες από τη νόσο της κυστικής ίνωσης και στις 27.5.2005 και 12.5.2005 αντίστοιχα εξήχθη επ’ αυτών αρνητικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα επί του μεν τυπικού προγεννητικού κυταρογενετικού ελέγχου του εμβρύου εξήχθη στις 27.5.2005 ως διάγνωση, υπογεγραμμένη από τον τρίτο εναγόμενο, ιατρό - γενετιστή, ότι «ο καρυότυπος του άρρενος εμβρύου είναι φυσιολογικός ως προς τον αριθμό και τη δομή των χρωμοσωμάτων», επί της δε προγεννητικής μοριακής ανάλυσης για τη μετάλλαξη ΔF508 στο έμβρυο εξήχθη στις 12.5.2005 ως διάγνωση, υπογεγραμμένη από το δεύτερο εναγόμενο, μοριακό βιολόγο, ότι «το έμβρυο είναι ΧΥ με φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων 13, 18 και 21. Κυστική ίνωση: Δεν βρέθηκε μεταλλαγή ΔF508». Επίσης οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι διενήργησαν από κοινού το μοριακό έλεγχο της κυστικής ίνωσης στους δύο γονείς - ενάγοντες, ήτοι προέβησαν σε έρευνα για την «ανίχνευση μεταλλαγών του γονιδίου CFTR με το σύστημα CF.» και στις 17.5.2005 (κατά την 22η εβδομάδα κύησης) απέστειλαν τόσο στους ενάγοντες όσο και στον ιατρό τους Π. το αποτέλεσμα του ελέγχου αναφορικά με καθένα των γονέων, υπογεγραμμένο και στις δύο περιπτώσεις από αυτούς (δεύτερο και τρίτο εναγόμενους) υπό την ως άνω επαγγελματική ιδιότητά τους, σύμφωνα με το οποίο και στις δύο περιπτώσεις «Δεν ανιχνεύθηκε μεταλλαγή του γονιδίου CFTR». Τα εν λόγω αποτελέσματα αναφορικά και με τους δύο γονείς - νυν ενάγοντες ήσαν εσφαλμένα, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, γεγονός που διαπίστωσαν οι ενάγοντες αμέσως μετά τη γέννηση του τέκνου τους. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η, κατά τον χρόνο της διενέργειας των εξετάσεων, ιδιότητα των δεύτερου και τρίτου εναγομένων ως μετόχων της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας και μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτής, δεν σημαίνει ότι αυτοί δεν συνδέονταν με την πρώτη εναγομένη και με σχέση ελεύθερης συνεργασίας λόγω ακριβώς της επαγγελματικής ειδικότητάς τους (φαινόμενο άλλωστε συχνό μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας να συνδέεται με την εταιρεία και με ειδική σχέση εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, βλ και Ν.Κ. Ρόκα, Εμπορικής Εταιρείες, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Κομοτηνή, 1996, & 29 Β Ι.2, σελ. 200), αφού και οι δύο αυτοί διενήργησαν από κοινού τις επίδικες εξετάσεις των εναγόντων και συνυπέγραψαν τα αποσταλέντα, από το Εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, στους ενάγοντες και στον ιατρό Π. αποτελέσματα, με την ιδιότητά τους του μοριακού βιολόγου και ιατρού - γενετιστή αντίστοιχα, ενεργούντες έτσι ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρείας, κατά την εκτέλεση των μοριακών εξετάσεων και την εξαγωγή των ιατρικών (εργαστηριακών) συμπερασμάτων τους και εντός της σφαίρας της επιχειρηματικής δραστηριότητας της τελευταίας, η οποία αντλεί από την επαγγελματική δραστηριότητα των δευτέρου και τρίτου εναγομένων οφέλη και φέρει τον σχετικό κίνδυνο [ΑΠ 121/2002 ΕλλΔνη 2002, 1614, ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 1991,765, ΑΠ 380/1979 ΝοΒ 27, 1437, ΕφΚερκ 213/2000 ΔΕΝ 2001, 1107]. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι δεν ενήργησαν ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι υπό ημερομηνία 17.5.2005 έγγραφες απαντήσεις του μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης στους γονείς - ενάγοντες, ανέγραφαν ως μοναδική παρατήρηση στο κάτω μέρος αυτών και πριν από τις υπογραφές των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων ότι «Η ανάλυση περιλαμβάνει το 75% των γνωστών μεταλλαγών του Ελληνικού πληθυσμού». Οι ενάγοντες στηριχθέντες στα αρνητικά αποτελέσματα που τους έδωσαν οι εναγόμενοι –σύμφωνα με τα οποία, εφόσον κανένας από τους δύο τους δεν ήταν φορέας της κυστικής ίνωσης, το κυοφορούμενο αποκλειόταν να είναι το ίδιο φορέας της νόσου, πολλώ δε μάλλον να πάσχει από αυτήν– αποστασιοποιήθηκαν από την αρχική τους απόφαση να διακόψει η δεύτερη ενάγουσα την κύηση, επειδή ακριβώς, η διάταση του εντέρου του εμβρύου, αφού δεν οφειλόταν, σύμφωνα με τα ως άνω αποτελέσματα, σε κυστική ίνωση αλλά ούτε και στην ύπαρξη χρωμοσωμικών σε αυτό (έμβρυο) ανωμαλιών (ήτοι σε σύνδρομο Down), αποδόθηκε από τους ιατρούς μαιευτήρες - γυναικολόγους σε άλλους συγκυριακούς παράγοντες, αντιμετωπίσιμους μετά τη γέννησή του, και έτσι αποφασίστηκε από τους ενάγοντες η συνέχιση της κύησης και ο τοκετός του τέκνου τους. Τρεις μήνες μετά, στις 9.8.2005, κατά την προγραμματισμένη συνάντηση των εναγόντων με τον μαιευτήρα γυναικολόγο της δεύτερης και τον ιατρό Π. για τον υπερηχογραφικό έλεγχο της πορείας της κύησης, παρατηρήθηκε διάταση του εντέρου του εμβρύου σε σημαντικό βαθμό (16,5 χιλιοστών), οπότε τους συστήθηκε η επανάληψη της εξέτασης σε μία εβδομάδα. Στις 16.8.2005 επαναλήφθηκε ο υπερηχογραφικός έλεγχος και η εξέταση έδειξε πάλι την ύπαρξη του ίδιου προβλήματος στο έμβρυο, οπότε ο ιατρός συνέστησε επανεξέταση σε 7 ημέρες. Η υπερηχογραφική εξέταση εμφάνισε το ίδιο πρόβλημα στις 23.8.2005 και εν συνεχεία στις 30.8.2005. Υπό τις συνθήκες αυτές ο μαιευτήρας - γυναικολόγος της δεύτερης ενάγουσας, η οποία διένυε την 37η εβδομάδα της κύησης, ανακοίνωσε στους ενάγοντες, επειδή υπήρχε πλέον κίνδυνος για τη ζωή του εμβρύου και ως εκ τούτου και της δεύτερης εξ αυτών, ότι θα προγραμματιστεί τοκετός με καισαρική τομή για τις 2.9.2005. Πλην όμως η δεύτερη ενάγουσα γέννησε στις 2.9.2005 με φυσιολογικό τοκετό ένα άρρεν τέκνο. Το ίδιο απόγευμα οι ενάγοντες ενημερώθηκαν ότι το τέκνο τους εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών, πάσχον από χολώδη εμετό και μετεωρισμό κοιλίας και μειωμένη λήψη τροφής και εν συνεχεία στις 5.9.2005 ότι θα έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο Παίδων προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το έντερό του, και το οποίο κινδύνευε να υποστεί διάτρηση. Πράγματι στις 5.9.2005 το νεογνό μεταφέρθηκε σε πολύ κρίσιμη κατάσταση (ήταν διασωληνωμένο, έντονα αγγειοσυσπασμένο, νωθρό με μικρή αντίδραση στα ερεθίσματα, με εικόνα διάτρησης εντέρου) με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο ως άνω νοσοκομείο παίδων και υποβλήθηκε αμέσως σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ρήξη εντέρου από ειλεό από μηκώνιο, οπότε διενεργήθηκε σε αυτό ειλεοστομία (παραφύση έδρα). Όλες δε οι εκτιμήσεις μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης, λόγω και των ευρημάτων στο έντερο του νεογνού, συνέκλιναν στο ότι το νεογνό πάσχει από κυστική ίνωση. Για το λόγο αυτό την ίδια ημέρα της επέμβασης εστάλη από το νοσοκομείο Παίδων στο Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής δείγμα βιολογικού υλικού του τέκνου για έλεγχο της νόσου της κυστικής ίνωσης. Σύμφωνα με τα υπό ημερομηνία 23.9.2005 αποτελέσματα του «Χωρέμειου Ερευνητικού Εργαστηρίου», βρέθηκαν στο άρρεν τέκνο των εναγόντων, μετά από έλεγχο του DNA του με τη μέθοδο DGGE (Denaturing Gradient Gel Electrophoresis), δύο μεταλλάξεις της κυστικής ινώδους νόσου και συγκεκριμένα δύο μεταλλάξεις του γονότυπου 621+1G>T, που σήμαινε ότι το άρρεν τέκνο των εναγόντων έπασχε από την ινώδη κυστική νόσο. Επίσης και οι δύο γονείς - νυν ενάγοντες βρέθηκαν, μετά από σχετική εξέταση του DNA τους με την ίδια μέθοδο DGGE στο αυτό Ερευνητικό Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής, φορείς της κυστικής ίνωσης, φέροντας ο καθένας από μία μετάλλαξη του γονιδίου 621+1G>T της κυστικής ίνωσης. Το νεογνό έμεινε μετά την επέμβαση σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής για δύο εικοσιτετράωρα, και παρέμεινε νοσηλευόμενο στο νοσοκομείο Παίδων μέχρι και την 11η. 10.2005, οπότε και εξήλθε με σύσταση για παρακολούθηση της ινοκυστικής νόσου στο Τμήμα Κυστικής Ίνωσης του Νοσοκομείου, ενώ κανονίστηκε το επόμενο ραντεβού για έλεγχο του νεογνού στο καρδιολογικό τμήμα του νοσοκομείου σε πέντε μήνες από της εξόδου του. Εν συνεχεία στις 2.5.2006 το άρρεν τέκνο εισήχθη στο Νοσοκομείο Παίδων, όπου υποβλήθηκε στις 8.5.2006 σε πολύωρη και επώδυνη επέμβαση για σύγκλειση της ειλεοστομίας (ειλεοσιγμοειδική αναστόμωση) υπό γενική αναισθησία και εξήλθε σε ομαλή κατάσταση στις 28.5.2006. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από της γεννήσεως του τέκνου τους, οι ενάγοντες βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με τα συνεχή και δυσεπίλυτα προβλήματα υγείας που παρουσιάζει αυτό, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν το συνεχή κίνδυνο ζωής που διέρχεται το τελευταίο αλλά και την αγωνία τους, με την παρέλευση του χρόνου, για το εάν το τέκνο τους θα βρίσκεται στη ζωή την κάθε επόμενη ημέρα. Ειδικότερα όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 4932/41/20.3.2006 ιατρική γνωμάτευση του Ν. του Νοσοκομείου Παίδων, όπου παρακολουθείται έκτοτε το άρρεν τέκνο των εναγόντων, πάσχει από Κυστική Ινώδη Νόσο (Ινοκυστική). Η διάγνωση έγινε στο Τμήμα Ινοκυστικής του Νοσοκομείου στις 5.9.05 (Αρ. Μητρ. 29265). Η Ινοκυστική είναι χρόνια κληρονομική νόσος χωρίς ριζική θεραπεία. Παρουσιάζει συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα (χρόνια εξελισσόμενη πνευμονοπάθεια που σε άλλους ασθενείς νωρίτερα και σε άλλους ασθενείς αργότερα θα οδηγήσει σε αναπνευστική ανεπάρκεια), το πεπτικό σύστημα (παγκρεατική ανεπάρκεια και σύνδρομο δυσαπορρόφησης) και τους ιδρωτοποιούς αδένες (όπου κάτω από ειδικές συνθήκες παρουσιάζεται απώλεια ηλεκτρολυτών από του δέρματος που οδηγεί σε αφυδάτωση). Η θεραπεία είναι συμπτωματική και διαρκεί ισόβια. Ο μικρός Χ. μετά τη διάγνωση της νόσου παρακολουθείται τακτικά στο Ειδικό Ιατρείο του Νοσοκομείου και βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία με βλεννολυτικά φάρμακα και χρειάζεται να κάνει φυσικοθεραπεία του αναπνευστικού 2-3 φορές την ημέρα για 15 με 20 λεπτά κάθε φορά. Για τα προβλήματα από το πεπτικό βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία υποκατάστασης με παγκρεατικά ένζυμα πριν τη λήψη φαγητού και λιποδιαλυτές βιταμίνες A, D, Ε.». Σήμερα η κατάσταση του, ηλικίας πλέον τρεισήμισι ετών, άρρενος τέκνου των εναγόντων εξακολουθεί να είναι η ίδια, ήτοι βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία με βλεννολυτικά φάρμακα, λαμβάνει αντιβίωση ανάλογα με το αποτέλεσμα καλλιέργειας φαρυγγικού, υποβάλλεται σε φυσιοθεραπεία του αναπνευστικού τρεις φορές την ημέρα από 15 με 20 λεπτά την φορά, και για τα προβλήματα του πεπτικού βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία υποκατάστασης με παγκρεατικά ένζυμα πριν από τη λήψη φαγητού και λιποδιαλυτές βιταμίνες, ενώ εμφανίστηκε σε αυτό και πρόβλημα ψευδομονάδας που χρήζει ενδελεχούς αντιμετώπισης, οπότε υπόκειται σε ανάλογη θεραπεία για την αναστολή της εξέλιξής της. Απαιτείται δε τόσο για την παρακολούθησή του από τους ειδικούς ιατρούς και την υποβολή του σε ειδικές εξετάσεις όσο και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν λόγω της νόσου του, η συχνή μετάβασή του, συνοδεία των εναγόντων - γονέων του, από Κ. όπου κατοικεί, στην Αθήνα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρείας, χρησιμοποίησαν, κατά την εκτέλεση των εξετάσεων μοριακού ελέγχου, για την ανίχνευση μεταλλαγών του γονιδίου CFTR στα δύο δείγματα βιολογικού υλικού (αίματος) των εναγόντων - γονέων, το σύστημα «CF΄», που είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένο με σήμανση CE. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές της παρασκευάστριας εταιρείας, «το CF΄ έχει αναπτυχθεί με σκοπό να παρέχει στα εργαστήρια ένα απλό και ακριβείας μέσο για τη συνήθη ανίχνευση των 29 επικρατέστερων μεταλλάξεων σε άτομα Ευρωπαϊκής και Καυκασιανής προέλευσης. Η γονοτυπική πληροφόρηση για τη ΔF508 (μετάλλαξη) καθιστά το τεστ μεγάλης αξίας και για τη διάγνωση της νόσου αλλά και για τις εφαρμογές ελέγχου. Σημειώνεται ότι το προϊόν αυτό δεν ανιχνεύει την Ι148Τ (μετάλλαξη)». Επομένως σύμφωνα με τις προδιαγραφές του συγκεκριμένου συστήματος - CF, εφόσον με την χρήση του ανιχνεύονται οι 29 επικρατέστερες μεταλλάξεις σε άτομα ευρωπαϊκής προέλευσης, ανιχνεύονται με αυτό και οι δύο πιο συχνές και πιο κοινές στους Έλληνες ασθενείς μεταλλάξεις της νόσου της κυστικής ίνωσης, ήτοι η ΔF508 και η 621+1G>T, γεγονός που επιβεβαίωσε ρητά στο ακροατήριο ο μάρτυρας των εναγομένων και που επισημαίνεται και στις παρατηρήσεις των εγγράφων απαντήσεων της πρώτης εναγομένης, ότι δηλαδή «Η ανάλυση περιλαμβάνει το 75% των γνωστών μεταλλαγών του Ελληνικού πληθυσμού». Το πέραν του ποσοστού του 75% των γνωστών μεταλλάξεων που περιλαμβάνει και ανιχνεύει το εν λόγω σύστημα, ήτοι το 25% αφορά, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγομένων, σε μη ανιχνεύσιμες, ακαθόριστες και άγνωστες μέχρι στιγμής μεταλλάξεις της ινοκυστικής ίνωσης. Συνεπώς ήταν επιστημονικά αποδεκτό να απαιτηθεί από τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους, και ως εκ τούτου από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ορθή διάγνωση στις εξετάσεις μοριακού ελέγχου των εναγόντων, οι οποίοι ήταν τελικά φορείς της μετάλλαξης 621+1G>T της κυστικής ίνωσης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη μέθοδος που ακολούθησαν οι εναγόμενοι ανιχνεύει το 75% των γνωστών μεταλλάξεων του Ελληνικού πληθυσμού. Επομένως ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ανακολουθία μεταξύ των αποτελεσμάτων της τεχνικής, που ακολουθήθηκε από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης αναφορικά με τους ενάγοντες [σύμφωνα με τα οποία (αποτελέσματα) στους τελευταίους δεν ανιχνεύθηκε από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης μεταλλαγή του γονιδίου CFTR], και της τελικής κλινικοεργαστηριακής διάγνωσης από το «Χωρέμειο Εργαστήριο Γενετικής» (το οποίο διέγνωσε ορθώς ότι τα ευρήματα στους ενάγοντες είναι ενδεικτικά για ύπαρξη της μετάλλαξης 621+1G>T κυστικής ίνωσης), δεν οφείλεται σε ιατρικό σφάλμα ή εσφαλμένη εκ μέρους τους διάγνωση, αλλά ότι οφείλεται στο παράθυρο μη διαγνωσιμότητας που εμφανίζει σε ποσοστό 15% με 25% η εφαρμογή της μεθόδου που ακολουθήθηκε από αυτούς (δεύτερο και τρίτο εναγομένους) είναι ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι το παράθυρο μη διαγνωσιμότητας αφορά στις μη ανιχνεύσιμες και σπάνιες μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης στους Έλληνες ασθενείς, για τις οποίες δεν πρόκειται στην κρινόμενη υπόθεση, αφού η μετάλλαξη 621+1G>T της κυστικής ίνωσης, της οποίας τελικά οι ενάγοντες είναι φορείς και από την οποία πάσχει το τέκνο τους, είναι η δεύτερη συχνότερη στον Ελληνικό πληθυσμό και μαζί με τη ΔF508 αποτελούν τις δύο πιο κοινές μεταλλάξεις που απαντώνται σε Έλληνες ασθενείς και φορείς, όπως άλλωστε κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγομένων. Περαιτέρω και αναφορικά με τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι άλλη μία αιτία για τη μη ορθότητα των αποτελεσμάτων είναι και η περίπτωση των «ψευδών αρνητικών αποτελεσμάτων», που ανέρχονται σε ένα ποσοστό 4%, το οποίο (ποσοστό) εμπίπτει στα πιστοποιημένα διεθνώς όρια ειδικότητας της χρησιμοποιούμενης μεθόδου, λεκτέα τα ακόλουθα. Καταρχήν, σύμφωνα με τα λεχθέντα στο 2° Μετεκπαιδευτικό Σεμινάριο Γενετικής, που οργανώθηκε από το Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «με δεδομένο το υψηλό ποσοστό ακαθόριστων και άγνωστων ακόμη μεταλλάξεων σε όλες τις χώρες, ακόμη και σήμερα εξακολουθεί με το αρνητικό αποτέλεσμα της μοριακής ανάλυσης να μην αποκλείεται αλλά μόνο να μειώνεται ή να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα ετεροζυγωτίας (βλ. Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ινοκυστική Νόσος, 2ο Μετεκπαιδευτικό Σεμινάριο Γενετικής, Αικατερίνη Μεταξωτού, Εμμανουήλ Καναβάκης και Χριστίνα Τσεγκή, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, παρ. 7 σελ. 106), δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα ο υποβαλλόμενος στην εξέταση μοριακού ελέγχου να είναι φορέας κάποιας από τις σπάνιες και μη ανιχνεύσιμες μεταλλάξεις της νόσου και για το λόγο αυτό η εξέταση να δώσει αρνητικό αποτέλεσμα. Πέραν τούτου όμως, που σχετίζεται με το ότι ο υποβαλλόμενος είναι φορέας σπάνιας, ακαθόριστης και μη ανιχνεύσιμης μετάλλαξης, και σε ποσοστό 90% ανιχνεύσιμων μεταλλάξεων παραμένει η πιθανότητα 1: 241 (ήτοι 0,0041) να διέφυγε η ανίχνευση μετάλλαξης. Όπως δε ανέφερε ο Κ Αναπληρωτής Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής «Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο» κατά την ημερίδα της 21.11.2008 για την Ινοκυστική Νόσο, για κάθε ιατρική πράξη υπάρχει ένα ποσοστό λάθους ανερχόμενο διεθνώς σε 1%, ότι δεν χάνονται αυτές οι διαγνώσεις εάν πρόκειται για μεταλλάξεις που ανιχνεύονται (δηλαδή εάν πρόκειται για το 86-87% των μεταλλάξεων που ανιχνεύει το «Χωρέμειο Εργαστήριο» με τη μέθοδο που ακολουθεί, ή το 75% των γνωστών μεταλλαγών που ανιχνεύει το σύστημα που χρησιμοποίησαν οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι), πλην όμως εάν ελεγχθούν και τα δύο άτομα στο ζευγάρι το ποσοστό αυτό μειώνεται πάρα πολύ. Εξάλλου όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις του, τα «ψευδή αρνητικά αποτελέσματα» οφείλονται στην ίδια την επιστημονική μέθοδο και στη φύση και μορφή των μεταλλάξεων του γονιδίου. Συνεπώς στην επίδικη περίπτωση πρέπει να αποκλειστεί το γεγονός ότι τα μη ορθά αρνητικά αποτελέσματα των εξετάσεων των εναγόντων οφείλονταν στην φύση της μετάλλαξης του γονιδίου της κυστικής ίνωσης, δεδομένου ότι η μετάλλαξη που φέρουν οι ενάγοντες (ήτοι η 621+1G>T) είναι η δεύτερη πιο γνωστή στον Ελληνικό πληθυσμό και δεν εμπίπτει στο ποσοστό των άγνωστων, ακαθόριστων και μη ανιχνεύσιμων μεταλλάξεων και για αυτό είναι από αυτές που ανιχνεύονται με ό,τι μέθοδο χρησιμοποιηθεί. Αναφορικά δε με την επιστημονική μέθοδο, λεκτέα τα εξής: το ποσοστό λάθους με τη μορφή ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος ανέρχεται διεθνώς, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπου 1% και όχι στο 4% που ισχυρίζονται αβάσιμα οι εναγόμενοι. Έτσι στις έγγραφες απαντήσεις του «Χωρέμειου Εργαστηρίου Γενετικής» αναφορικά με το μοριακό έλεγχο της ινοκυστικής νόσου στους ενάγοντες αναφέρεται ότι η απόκλιση της χρησιμοποιούμενης από αυτό μεθόδου DGGE με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία υπολογίζεται σε 1%, ενώ στις αντίστοιχες απαντήσεις του Διαγνωστικού Κέντρου Γενετικής αναφέρεται ότι «η ασφάλεια των αποτελεσμάτων εργαστηριακών τεστ δεν είναι απόλυτη 100%. Για την παρούσα εξέταση (μοριακό έλεγχο ινοκυστικής νόσου με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης PCR) η ασφάλεια των αποτελεσμάτων, με την ακολουθούμενη πρακτική ή μεθοδολογία του εργαστηρίου μας, είναι περίπου 99,8-99,9%», δηλαδή η απόκλιση είναι 00,1-00,2%. Αντίθετα προς τα δύο παραπάνω εργαστήρια, το διαγνωστικό εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας στις έγγραφες απαντήσεις του των αποτελεσμάτων για το μοριακό έλεγχο της ινοκυστικής νόσου στους ενάγοντες δεν κάμει ουδεμία αναφορά για την ασφάλεια των αποτελεσμάτων με την χρησιμοποιούμενη από αυτό εφαρμογή, ήτοι την CF, ούτε για την τυχόν απόκλιση της μεθόδου αυτής με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, στις δε προδιαγραφές της εν λόγω μεθόδου αναφέρεται από την κατασκευάστρια εταιρεία ότι το CF είναι «ένα απλό και ακριβείας μέσο για τη συνήθη ανίχνευση των 29 επικρατέστερων μεταλλάξεων σε άτομα Ευρωπαϊκής και Καυκασιανής προέλευσης». Παρόλα αυτά στην επίδικη περίπτωση του ζεύγους των εναγόντων (διενεργήθηκαν σε αυτούς δύο εξετάσεις για μοριακό έλεγχο ινοκυστικής νόσου το Μάιο του 2005 και τυπικός προγεννητικός έλεγχος στο κυοφορούμενο που συμπεριλάμβανε την έρευνα για ανίχνευση μόνο της ΔF508), οι εναγόμενοι οδηγήθηκαν σε χρονικό διάστημα ημερών σε μη ορθό αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις των εναγόντων, παρότι οι ενάγοντες φέρουν και το τέκνο τους πάσχει από τη δεύτερη από τις δυο πιο κοινές και ανιχνεύσιμες μεταλλάξεις που απαντώνται στον Ελληνικό πληθυσμό. Ας σημειωθεί εδώ ότι το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης, δια των ιδίων προστηθέντων αυτής, κατέληξε σε εσφαλμένα αρνητικά αποτελέσματα και στην περίπτωση του ζεύγους Μ΄ και του κυοφορούμενου από τη σύζυγο Μ. (διενεργήθηκαν δύο εξετάσεις για μοριακό έλεγχο ινοκυστικής νόσου στους γονείς και μία στο κυοφορούμενο τέκνο τους τον Αύγουστο του 2005), παρότι το ζεύγος Μ΄ ήταν και οι δύο φορείς, και το κυοφορούμενο τέκνο τους έπασχε, όπως τελικά διαπίστωσαν αυτοί μετά τη γέννηση του τέκνου τους, από τη μετάλλαξη AF508 της νόσου της κυστικής ίνωσης. Συνεπώς, εφόσον μέσα σε χρονικό διάστημα τεσσάρων περίπου μηνών οι εναγόμενοι έκαναν λάθος στις πέντε από τις έξι εξετάσεις, δηλαδή εκτός από δύο εξετάσεις μοριακού ελέγχου στην περίπτωση του ζεύγους των εναγόντων και στις τρεις εξετάσεις μοριακού ελέγχου στην περίπτωση του ζεύγους Μ΄ και του τέκνου τους (αναφορικά με το κυοφορούμενο τέκνο των εναγόντων, ο προγεννητικός κυτταρικός έλεγχος ήταν σωστός, ενώ διαγνώστηκε ορθώς ότι αυτό δεν πάσχει από τη μετάλλαξη ΔF508) και μάλιστα οδηγήθηκαν σε μη ορθά αποτελέσματα παρότι, όπως προαναφέρθηκε, επρόκειτο για τις δύο πιο συχνά απαντώμενες και πρώτες σε ποσοστό μεταλλάξεις σε ασθενείς ή φορείς του ελληνικού πληθυσμού (τις οποίες μάλιστα διέγνωσαν ορθώς, μετά από εξετάσεις μοριακού ελέγχου στις οποίες υποβλήθηκαν αυτοί αμέσως μετά τη γέννηση των τέκνων τους, τόσο το Διαγνωστικό Κέντρο Γενετικής του Π. όσο και το «Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο», δεν τίθεται καν ζήτημα λάθους ή ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος σε ποσοστό 1%, αλλά σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο, ενόψει και του ότι δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι το εν λόγω χρονικό διάστημα διενεργήθηκαν από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας τέτοιες εξετάσεις μοριακού ελέγχου σε πάνω από πεντακόσια άτομα ή έστω ότι το μήνα Μάιο του 2005 διενεργήθηκαν εξετάσεις μοριακού ελέγχου από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης σε πάνω από διακόσια άτομα ώστε να καταδειχθεί ότι η περίπτωση των εναγόντων εμπίπτει μέσα στα όρια του διεθνώς αποδεκτού επιστημονικά ποσοστού λάθους του 1%. Ο δε ισχυρισμός των εναγομένων ότι από το έτος 2002 που λειτουργεί η πρώτη εναγομένη εταιρεία μέχρι σήμερα έχουν προβεί σε εξετάσεις μοριακού ελέγχου για κυστική ίνωση σε περίπου 3000 άτομα και ειδικότερα σε 2.500 άτομα για τη μετάλλαξη ΔF508 και σε 200 άτομα για τις λοιπές μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης και ότι η εσφαλμένη διάγνωσή τους στις δύο περιπτώσεις των εναγόντων και στις τρεις περιπτώσεις του ζεύγους Μ΄ και του τέκνου τους εμπίπτει στο επιστημονικά αποδεκτό ποσοστό ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος του 4%, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι αφενός μεν, όπως αποδείχθηκε, το αποδεκτό επιστημονικά ποσοστό λάθους ανέρχεται διεθνώς σε 1% και όχι σε 4%, αφετέρου δε μόνη η κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων δεν αρκεί από μόνη της για να σχηματίσει το Δικαστήριο πλήρη, περί του αριθμού των ατόμων που εξετάστηκαν από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, δικανική πεποίθηση, χωρίς να προσκομίζονται από τους εναγόμενους έγγραφα που να αποδεικνύουν και να επιβεβαιώνουν στατιστικά και χρονικά την εν λόγω κατάθεση σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που υποβλήθηκαν σε εξετάσεις στο εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας για μοριακό έλεγχο κυστικής ίνωσης. Ο δε μάρτυρας των εναγομένων, όπως κατέθεσε ο ίδιος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ό,τι γνωρίζει για την υπόθεση το γνωρίζει από τον δεύτερο εναγόμενο και ο ίδιος δεν έχει προσωπική αντίληψη, αφού ως κλινικός χημικός ναι μεν ασχολείται με τον έλεγχο ποιότητας των εργαστηριακών αποτελεσμάτων σε κλινικά εργαστήρια του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, πλην, όμως, δεν ελέγχει εργαστήρια γενετικής, διότι «δεν έχει μπει ο έλεγχος ποιότητας στα εργαστήρια της γενετικής», αλλά ελέγχει κλινικά εργαστήρια που διενεργούν πολύ πιο απλές εξετάσεις. Ως εκ τούτου η κατάθεσή του ουδέν συνεισέφερε στην αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τον ισχυρισμό των εναγομένων περί ελλείψεως υπαιτιότητάς τους, λόγω της φύσης των εργαστηριακών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκαν οι ενάγοντες και της ασφάλειας των αποτελεσμάτων αυτών. Μάλιστα ο μάρτυρας των εναγομένων προσπάθησε να καταδείξει στο ακροατήριο ότι η αιτία των εσφαλμένων αποτελεσμάτων στις εξετάσεις μοριακού ελέγχου των εναγόντων ανάγεται σε τεχνικούς λόγους, οφειλόμενους στο σύστημα CF, και δη το ότι δεν δούλεψε για κάποιο λόγο η αντίδραση στο σύστημα εφαρμογής (κιτ) CF, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι δεν δούλεψε η αντίδραση και στους δύο ενάγοντες, και μάλιστα ότι δεν δούλεψε όχι συνολικά αλλά επιλεκτικά μόνο ως προς το παθογόνο γονίδιο, αποτελεί περίπτωση η οποία εμπίπτει στην κατηγορία του ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος. Όμως, πέραν του ότι οι εναγόμενοι ουδόλως ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο με τις έγγραφες προτάσεις τους, ο εν λόγω μάρτυρας αυτοαναιρείται αφενός μεν λόγω του ότι το παραπάνω αποτελεί υπόθεση δική του –εκφραζόμενη με τη λέξη «προφανώς»– η οποία (υπόθεση) επιπλέον δεν μπορεί να ελεγχθεί διότι, σύμφωνα πάντα με την κατάθεσή του, τα υλικά του συστήματος (κιτ) της CF που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση των εναγόντων δεν υπάρχουν πλέον ώστε να διακριβωθεί με αυτά εάν πράγματι δεν δούλεψε και για ποιο λόγο δεν δούλεψε η αντίδραση, αφετέρου δε διότι στην ένορκη βεβαίωση του εν λόγω μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών (...) αυτός καταθέτει, ερχόμενος σε αντίφαση με την κατάθεσή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ότι «Η παρουσία άλλωστε έντονα ενισχυμένων ταινιών - μαρτύρων στα παραπάνω ηλεκτροφορήματα δηλώνει, με μικρό ποσοστό αβεβαιότητας, τη σωστή εκτέλεση των προηγηθέντων αναλυτικών βημάτων και την ολοφάνερα πετυχημένη αντίδραση ενίσχυσης του εξετασθέντος DNA (αντίδραση PCR)». Εξάλλου γεγονός ενισχυτικό της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή δεν ευθύνεται η εφαρμοστέα με το σύστημα (κιτ) CF μέθοδος, αποτελεί και το ότι οι εναγόμενοι δεν αναφέρθηκαν στην κατασκευάστρια του προϊόντος εταιρεία για να εκφράσουν παράπονα για τη μη λειτουργία του συστήματος (κιτ) CF σε καμία των ως άνω περιπτώσεων, που ήταν περισσότερες από μία, πράγμα που όφειλαν να πράξουν (ενόψει και του ότι τα εσφαλμένα διαγνωστικά συμπεράσματα επαναλήφθηκαν τέσσερις περίπου μήνες αργότερα στην περίπτωση του ζεύγους), υπακούοντας στη σχετική κοινοτική οδηγία, στην περίπτωση που η αντίδραση πράγματι δεν είχε λειτουργήσει, αλλά ούτε και η παρασκευάστρια εταιρεία απέσυρε το εν λόγω προϊόν έστω και εκ των υστέρων ούτε ανακοίνωσε ότι αυτό παρουσίασε προβλήματα και να μην γίνεται χρήση του από τα ιατρικά εργαστήρια. Από όλα τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι από αμέλειά τους, ήτοι από έλλειψη της κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενης προσοχής την οποία όφειλαν, όπως κάθε μέσο συνετό άτομο του επαγγελματικού τους κύκλου να καταβάλλουν και την οποία μπορούσαν να καταβάλλουν, λόγω της επαγγελματικής εξειδίκευσής τους (ΑΠ 220/2003 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 967/2001 ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΑθ 4995/2002 ΤΝΠΔΣΑ) και της εμπειρίας τους, ενήργησαν κατά παράβαση των ενδεδειγμένων αρχών και κανόνων της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας (lege artis) καθώς και κατά παράβαση των υποχρεώσεων επιμέλειας και πρόνοιας που επιβάλλουν οι θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης τους (τόσο της ιατρικής όσο και της μοριακής βιολογίας, η οποία τίθεται στην εξυπηρέτηση των διαγνωστικών σκοπών της ιατρικής, συμπληρώνοντας αυτήν στον εργαστηριακό τομέα) κατά την παροχή των υπηρεσιών τους και τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, και την οποία (επιμέλεια) όφειλαν επιπλέον να επιδείξουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η οποία παρέχει εξειδικευμένες διαγνωστικές ιατρικές υπηρεσίες στο κοινό, με αποτέλεσμα να προβούν, κατά την από κοινού διενέργεια από αυτούς των ιατρικών εξετάσεων μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης στους ενάγοντες γονείς, σε εσφαλμένα αρνητικά διαγνωστικά (εργαστηριακά) συμπεράσματα και μάλιστα δύο φορές (ενώ υπήρχε τόσο η τεχνική δυνατότητα όσο και οι σχετικές προδιαγραφές της μεθόδου που ακολούθησαν για την ανίχνευση της μετάλλαξης της κυστικής ίνωσης, που έφεραν οι ενάγοντες - γονείς, για να προβούν στην ορθή διάγνωση σύμφωνα και με τους κανόνες της επιστήμης τους και την εμπειρία τους, γεγονός που παρέλειψαν να πράξουν), δηλαδή να προβούν στο συμπέρασμα ότι κανένας εκ των εναγόντων δεν ήταν φορέας της νόσου της κυστικής ίνωσης, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν στους τελευταίους την ασφαλή πεποίθηση (λαμβανομένου υπόψη ότι στις έγγραφες απαντήσεις των εναγομένων ουδόλως ανέφεραν οι τελευταίοι ότι η χρησιμοποιούμενη από αυτούς μέθοδο παρουσιάζει κάποια απόκλιση ή ότι υπάρχει κάποιο ποσοστό λάθους με τη μορφή του ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος) ότι, εφόσον κανένας εκ των δύο δεν είναι φορέας της νόσου, ούτε το κυοφορούμενο υπήρχε περίπτωση να πάσχει από ινοκυστική ίνωση, οπότε οι τελευταίοι, βασιζόμενοι στα ως άνω αρνητικά αποτελέσματα των εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκαν ειδικά για να μπορέσουν να ασκήσουν ακώλυτα και ανεμπόδιστα το δικαίωμα επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης για ευγονικούς λόγους, και τα οποία (αποτελέσματα) εξέλαβαν ως ορθά, απέστησαν από την ειλημμένη απόφασή τους για διακοπή της κύησης και αποφάσισαν από κοινού να συνεχιστεί η κύηση, με αποτέλεσμα να προσβληθεί βάναυσα η προσωπικότητά τους και να υποστούν εξ αυτής και ηθική ζημία, συνισταμένη στο ότι εμποδίστηκαν να κατευθύνουν ελεύθερα τη βούλησή τους και το δικαίωμά τους να φέρουν στο κόσμο ένα υγιές τέκνο και όχι τέκνο πάσχον από την ως άνω βαρειά και ανίατη νόσο. Αποδείχθηκε δε ότι εάν οι ενάγοντες ελάμβαναν ορθά, ήτοι θετικά αποτελέσματα από τις εξετάσεις τους περί μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης, θα προέβαιναν, όπως είχαν αποφασίσει, όταν οι ιατροί της δεύτερης εξ αυτών τους ανακοίνωσαν ότι το κυοφορούμενο, λόγω της υπερηχογένειας που εμφάνιζε στο έντερο, μπορεί να πάσχει από κυστική ίνωση, σε τεχνητή διακοπή της κυήσεως, και αυτό διότι, παρόλο που γενικά η ύπαρξη φορείας και στους δύο γονείς οδηγεί μόνο στο 25% των περιπτώσεων στην γέννηση πάσχοντος τέκνου, υπήρχε στο κυοφορούμενο η κλινική ένδειξη της υπερηχογένειας, οπότε η παροχή των ορθών - θετικών αποτελεσμάτων από τις ως άνω εξετάσεις των εναγόντων, θα επιβεβαίωνε ισχυρά την υποψία για την ύπαρξη της νόσου της κυστικής ίνωσης στο κυοφορούμενο. Μάλιστα η τεχνητή διακοπή της κύησης ήταν δυνατή νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 304 παρ. 4 περ. β΄ ΠΚ, εφόσον η δεύτερη ενάγουσα δεν είχε συμπληρώσει ακόμα την 24η εβδομάδα της κύησης (βρισκόταν στην 22η όταν τους ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα) και υπήρχαν ενδείξεις, όπως απαιτεί ο νόμος, για κυστική ίνωση, που αποτελεί, κατά τα ως άνω προαναφερθέντα, σοβαρή σωματική ανωμαλία, διαρκή και μη ανατάξιμη, που επιτρέπει τη διακοπή της κύησης για λόγους ευγονικούς. Οι εναγόμενοι προς απαλλαγή από την ευθύνη τους ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι παράνομη, διότι εάν είχαν περισσότερο χρόνο θα προέβαιναν στην εξέταση των γονέων και του τέκνου με τη μέθοδο που εφάρμοσε το «Χωρέμειο Ερευνητικό Κέντρο», πλην όμως εάν ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη μέθοδο, λόγω του χρόνου που απαιτείται για αυτήν, οι ενάγοντες δεν θα μπορούσαν να υλοποιήσουν νόμιμα την τεχνητή διακοπή της κύησης της δεύτερης εξ αυτών, διότι η τελευταία θα είχε ξεπεράσει την 24η εβδομάδα της κύησης. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι όλες οι μέθοδοι, είτε πρόκειται για αυτήν που εφήρμοσε το «Χωρέμειο» είτε γι’ αυτήν που εφαρμόστηκε στο εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρείας από τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, απαιτούν τον ίδιο χρόνο, δηλαδή είναι θέμα ωρών η λειτουργία των αντιδράσεων και η βάσει αυτών διάγνωση, και δεν έχει καμμία σημασία, από άποψη χρόνου, εάν η εξέταση γίνεται με τη μέθοδο DGGE, που εφάρμοσε το «Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο» ή εάν γίνεται με το σύστημα (κιτ) CF, δεδομένου ότι οι ενάγοντες ήταν φορείς της δεύτερης πιο κοινής μετάλλαξης, η οποία ενέπιπτε στο 75% των γνωστών μεταλλάξεων που ανιχνεύει το ακολουθούμενο από τους εναγόμενους σύστημα CF και δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω έρευνα άλλων σπάνιων και μη ανιχνεύσιμων μεταλλάξεων. Ως εκ τούτου ο ως άνω ισχυρισμός των εναγομένων, ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, ελέγχεται αβάσιμος. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται επίσης προς απαλλαγή τους από την ευθύνη ότι δεν επέδειξαν αμέλεια ούτε υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας των εναγόντων, διότι η κυστική ίνωση, από την οποία πάσχει το τέκνο των εναγόντων, δεν έχει γενεσιουργό λόγο δική τους πράξη ή παράλειψη, αλλά αποτελεί κληρονομική γενετική ασθένεια, η οποία, ακόμη και εάν είχε ανιχνευθεί, και πάλι το τέκνο τους θα είχε νοσήσει από τη συγκεκριμένη νόσο. Και αυτός ο ισχυρισμός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, και τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν αναφέρουν στην αγωγή τους ότι από αμέλεια των εναγομένων προκλήθηκε ανίατη νόσος στο κυοφορούμενο, αλλά ότι από αμέλεια των εναγομένων εμποδίστηκαν αυτοί να ασκήσουν ακώλυτα το συνυφασμένο με την προσωπικότητα δικαίωμά τους να επιλέξουν τη διακοπή της κύησης της δεύτερης εξ αυτών (στην οποία μπορούσαν κατά νόμο να προβούν υπό τις υπάρχουσες συνθήκες), χάριν του δικαιολογημένου συμφέροντός τους να φέρουν στο κόσμο υγιές τέκνο, μη πάσχον από ανίατη και μη ανατάξιμη γενετική ασθένεια. Επομένως σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, από την, από αμέλεια των δεύτερου και τρίτου εναγομένων, εξαγωγή εσφαλμένου διαγνωστικού συμπεράσματος αναφορικά με τα αποτελέσματα των εξετάσεων του μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης των εναγόντων, προσβλήθηκε παράνομα το δικαίωμα προσωπικότητας των τελευταίων, αφού αυτοί εμποδίστηκαν να επιλέξουν ελεύθερα και ανόθευτα το σοβαρό για τον οικογενειακό τους βίο και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους δικαίωμα να επιλέξουν να προχωρήσει η δεύτερη εξ αυτών σε τεχνητή διακοπή της κυήσεως για ευγονικούς λόγους, που ήταν από κάθε άποψη δυνατή και νόμιμη, χάριν του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός τους να φέρουν στο κόσμο υγιές τέκνο και να αποτρέψουν τη γέννηση βαρέως και ανιάτως πάσχοντος από κυστική ίνωση τέκνου. Το δικαίωμα αυτό της επιλογής, στα πλαίσια άσκησης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της εντεύθεν ελευθερίας αναπαραγωγής, θα ασκούσε και ο πρώτος ενάγων από κοινού με τη δεύτερη ενάγουσα - σύζυγό του και μητέρα του κυοφορούμενου τέκνου τους, η οποία και θα υλοποιούσε την άσκησή του, κατά την κοινή απόφασή τους, δεχόμενη την επέμβαση (τεχνητή διακοπή κύησης) στο σώμα της, προκειμένου να αποφευχθεί η γέννηση πάσχοντος τέκνου για λόγους ευγονικούς. Επιπλέον στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ήτοι μεταξύ της από αμέλεια εσφαλμένης διάγνωσης κατά τη διενέργεια των εξετάσεων μοριακού ελέγχου και την εξαγωγή των αποτελεσμάτων επί αυτών, και της –συνεπεία αυτής– παρακώλυσης της ανεμπόδιστης άσκησης του δικαιώματος επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης, που συνιστά προσβολή της ανωτέρω έκφανσης της προσωπικότητας των εναγόντων και της εντεύθεν ηθικής ζημίας αυτών, δεδομένου ότι η σύννομη και σύμφωνη με τις αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης συμπεριφορά των εναγομένων ήταν αντικειμενικά δυνατή και πρόσφορη να επιτρέψει στους ενάγοντες να ασκήσουν ανόθευτα και ακώλυτα το δικαίωμα επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης. Εκ μόνης δε της παράνομης και υπαίτιας εκ μέρους των εναγομένων προσβολής στην προσωπικότητά τους, οι ενάγοντες υπέστησαν και ηθική ζημία, αφού δοκίμασαν και δοκιμάζουν δυσβάστακτη ψυχική ταλαιπωρία και βαθύτατη θλίψη για τη μη ανόθευτη άσκηση του, αφορώντος στον οικογενειακό τους βίο, δικαιώματος να ασκήσουν το δικαίωμα επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης της δεύτερης εξ αυτών για ευγονικούς λόγους, που είχε ως συνέπεια να γεννηθεί τέκνο πάσχον από ανίατη γενετική και προκαλούσα τον πρόωρο θάνατό του νόσο, γεγονός που έχει ανατρέψει συντριπτικά την ψυχική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή των εναγόντων, η οποία έχει εντελώς απορρυθμισθεί στις ανωτέρω εκφάνσεις της. Πρέπει δε να σημειωθεί εδώ ότι η προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων επήλθε με μόνη την εξαγωγή και ανακοίνωση σε αυτούς από την πρώτη εναγομένη των, υπογεγραμμένων από τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, εσφαλμένων αποτελεσμάτων των εξετάσεων μοριακού ελέγχου κυστικής ίνωσης, σύμφωνα με τα οποία αυτοί δεν ήταν φορείς μεταλλαγής του γονιδίου της κυστικής ίνωσης (χωρίς να απαιτείται να γίνει και περαιτέρω έλεγχος στο κυοφορούμενο για άλλες μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης), αφού τότε νοθεύθηκε παράνομα ο σχηματισμός ελεύθερης βούλησής τους να μη γεννηθεί από αυτούς ένα θνησιγενές τέκνο, πάσχον από ανίατη και μη ανατάξιμη ασθένεια και ελήφθη η απόφασή τους να συνεχιστεί η κύηση. Επομένως σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι ευθύνονται για την παράνομη και υπαίτια προσβολή του απόλυτου δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων, υφισταμένων από την προσβολή στην προσωπικότητά τους και ηθική ζημία. Επειδή δε η προσβολή της προσωπικότητας και η ηθική ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες έγιναν με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των δεύτερου και τρίτου εναγομένων, προστηθέντων της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η οποία παρέχει, ως εξειδικευμένο εργαστήριο μοριακού ελέγχου, γενετικής και βιοτεχνολογίας, ιατρικές διαγνωστικές υπηρεσίες στο κοινό –το οποίο ευλόγως προσδοκά από αυτήν ασφάλεια κατά την εν λόγω παροχή– ευθύνεται αυτή (πρώτη εναγομένη) εις ολόκληρον με τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, για την ηθική ζημία των εναγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2251/1994. Λαμβανομένων δε υπόψη των ανωτέρω αναφερομένων συνθηκών τελέσεως της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, του είδους και της έκτασης της προσβολής της προσωπικότητάς τους με τις συνέπειες, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στην ψυχική υγεία και στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή αυτών, της υπαιτιότητας των εναγομένων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (ο πρώτος ενάγων είναι αγρότης, η δεύτερη ενάγουσα δεν εργάζεται λόγω της αδήριτης ανάγκης να εξυπηρετεί συνεχώς τις ανάγκες του άρρωστου τέκνου τους, ενώ οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι είναι μέτοχοι της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η οποία εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000,00) ευρώ ο καθένας εξ αυτών, ποσό, που κρίνεται, εν προκειμένω, ως δίκαιο και εύλογο. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλλουν, εις ολόκληρον έκαστος, σε καθένα των εναγόντων το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000,00) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους.