Ευθύνη από πρόστηση ιδιωτικής κλινικής και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ιατρού.
Ι
Πρόστηση υπάρχει και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ιδιώτη ιατρού με κλινική. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη της κλινικής για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειας του θανόντος. Ευθύνη του εναγομένου ιατρού και με βάση τον νόμο περί «προστασίας των καταναλωτών», διότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες. Η αξίωση αποζημίωσης των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του που απορρέει από το άρθρο 928 ΑΚ, κατά του υποχρέου, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ. Η χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας και η μη εγχειρητική αντιμετώπιση του ανευρύσματος θεωρήθηκε lege artis και δεν υπήρχε περίπτωση αποφυγής του κινδύνου που ούτως ή άλλως επήλθε.
ΠολΠρωτΑθ 5506/2008
(Σύνθεση: Π. Γιαννούλης, Σ. Μορφόπουλος, Π. Τζανετή - εισηγήτρια, Α. Καραθανάση)
Με την υπό κρίση αγωγή τους οι εναγόμενοι εκθέτουν τα εξής: Στις 18 Οκτωβρίου του 2000 απεβίωσε στο Θριάσιο Νοσοκομείο, στο οποίο και νοσηλευόταν ο Π.Α. ο θάνατός του προήλθε από ιατρικό σφάλμα που συνέβη κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης, στην οποία είχε υποβληθεί ο θανών στο νοσοκομείο Υ.Α.Ε. και δεύτερο εναγόμενο από τον πρώτο εναγόμενο ιατρό. Ότι, ειδικότερα, στις 17 Μαρτίου του 2000, ο Π.Α. εισήχθη επειγόντως στην καρδιολογική κλινική του Θριασίου Νοσοκομείου Ελευσίνας, λόγω έντονης δύσπνοιας και από τον εκεί κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο στον οποίο υποβλήθηκε διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας με ανεύρυσμα ανιούσης αορτής, του συστήθηκε δε ανάπαυση επί 20ήμερο και επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση των παθήσεών του. Ότι στις 11 Απριλίου του 2000 εισήχθη και πάλι στην καρδιολογική κλινική του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιά, για περαιτέρω εξετάσεις, προς επιβεβαίωση της πρώτης ως άνω διάγνωσης και εκεί, διαγνώστηκε σημαντικού βαθμού ανεπάρκεια της αορτής (3/4) και ανεύρυσμα ανιούσης αορτής σημαντικού βαθμού, επαναλήφθηκε δε εκ νέου η σύσταση για την υποβολή του ασθενούς σε χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας και χειρουργική αντιμετώπιση του ανευρύσματος. Ότι, περί τις αρχές Μαΐου του 2000 οι ενάγοντες απευθύνθηκαν με την συναίνεση του ασθενούς στον πρώτο εναγόμενο ιατρό, ειδικευόμενο καρδιοχειρουργό, ο οποίος αφού έλεγξε τον ιατρικό φάκελο του ασθενούς, όπως αυτός είχε προσδιορισθεί από την μέχρι τότε κλινική του πορεία ανέλαβε την χειρουργική αντιμετώπιση του περιστατικού έναντι αμοιβής 2.000.000 δρχ. Ότι, τόπο διεξαγωγής της χειρουργικής αυτής επέμβασης όρισε το δεύτερο εναγόμενο διαγνωστικό κέντρο, με το οποίο εκείνος συνεργαζόταν και πραγματοποιούσε τις χειρουργικές του επεμβάσεις. Ότι, ο ασθενής και πλέον θανών εισήλθε στο δεύτερο εναγόμενο διαγνωστικό κέντρο, με το οποίο εκείνος συνεργαζόταν και πραγματοποιούσε τις χειρουργικές του επεμβάσεις. Ότι, ο ασθενής και πλέον θανών εισήλθε στο δεύτερο εναγόμενο στις 6.6.2000 και η επέμβαση πραγματοποιήθηκε την επομένη, στις 7.6.2000, με διάρκεια από τις 16:00 έως τις 19:30. Ότι, κατά την έξοδό του από το χειρουργείο ο πρώτος εναγόμενος ιατρός δήλωσε στους ενάγοντες ότι χειρούργησε μόνο τη βαλβίδα διότι δεν χρειαζόταν να χειρουργήσει το ανεύρυσμα. Ότι, στη συνέχεια, ο ασθενής, και περί ώρα 19:30, μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) του δευτέρου εναγομένου, για την περαιτέρω θεραπευτική αγωγή και αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής του κατάστασης. Ότι, πριν όμως συμπληρωθούν 18 ώρες παραμονής του στη ΜΕΘ και συγκεκριμένα περί ώρα 12:30 της 8ης Ιουνίου, ο ασθενής με εντολή του πρώτου εναγομένου, εξήχθη από τη ΜΕΘ και μεταφέρθηκε σε τρίκλινο θάλαμο νοσηλείας του 8ου ορόφου της κλινικής. Ότι, εκεί περί ώρα 14:15 της ίδιας ημέρας, η πρώτη ενάγουσα σύζυγος του ασθενούς που εισερχόταν στο θάλαμο νοσηλείας του διαπίστωσε ότι ο ασθενής είχε απωλέσει την επαφή του με το περιβάλλον, απουσία του νοσηλευτικού προσωπικού και του δευτέρου εναγομένου νοσοκομείου. Ότι προσκληθέντες από τις κραυγές της πρώτης ενάγουσας εισήλθαν στο θάλαμο νοσηλευτές οι οποίοι για 10 περίπου λεπτά προσπαθούσαν να επαναφέρουν τον ασθενή στη ζωή και αφού ο τελευταίος έμεινε πάνω από μισή ώρα αβοήθητος οδηγήθηκε εκ νέου στο χειρουργείο, όπου υποβλήθηκε από τον ίδιο ιατρό πρώτο εναγόμενο σε νέα χειρουργική επέμβαση, με επαναδιάνοιξη του στέρνου και σύρραψη της ρηχθείσης αορτής. Ότι μετά το πέρας και του δεύτερου χειρουργείου ο ασθενής μεταφέρθηκε και πάλι στη ΜΕΘ. Ότι την επομένη, ήτοι στις 9.6.2000, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα του ασθενούς κατέγραφε ενδείξεις διάχυτης εγκεφαλικής δυσλειτουργίας του. Ότι στις επόμενες μέρες η κατάστασή του επιδεινώθηκε αφού ο ασθενής εμφάνιζε συμπτώματα ισχαιμίας εγκεφάλου, δηλαδή βαριάς εγκεφαλικής βλάβης. Ότι στις 27 Ιουνίου του 2000 ο ασθενής έλαβε εξιτήριο από το δεύτερο εναγόμενο και μεταφέρθηκε αυθημερόν για περαιτέρω νοσηλεία και ιατρική φροντίδα στην καρδιολογική κλινική του Θριασίου Νοσοκομείου Ελευσίνας και εκεί επιβεβαιώθηκε ότι ο ασθενής έπασχε από βαριά εγκεφαλική βλάβη κατόπιν καρδιακής ανακοπής και ότι ευρίσκονταν σε πλήρες κώμα. Ότι περί τα μέσα Αυγούστου του 2000, ο πρώτος εναγόμενος επισκέφθηκε τον ασθενή στο Θριάσιο Νοσοκομείο και δήλωσε ότι δεν έχει ζωή πάνω από 20 ημέρες. Ότι πράγματι, ο ασθενής απεβίωσε στις 18 Οκτωβρίου του 2000 στην ως άνω κλινική του Θριασίου Νοσοκομείου «εκ καρδιακής ανακοπής, συψαιμίας - ισχαιμίας, εγκεφαλοπάθειας». Οι ενάγοντες εκθέτουν ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για τον θάνατο τους ήταν οι εναγόμενοι και, ειδικότερα, ο πρώτος - ιατρός χειρουργός, ο οποίος αν και είχε κριθεί επιστημονικά η αναγκαιότητα χειρουργικής επέμβασης τόσο της αορτικής βαλβίδας όσο και του σημαντικού βαθμού ανευρύσματος, προέβη μόνο δε αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας, με συνέπεια να παραμείνει το ανεύρυσμα χωρίς χειρουργική αντιμετώπιση, να υποστεί η καρδιά του επιποματισμό και ανακοπή, με επακόλουθο την έλλειψη οξυγόνωσης του εγκεφάλου και τελικά την βαρεία εγκεφαλική βλάβη, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος του ασθενούς. Επίσης, διότι ο ίδιος ως άνω ιατρός - πρώτος εναγόμενος έδωσε εντολή για την μεταφορά του ασθενούς από τη ΜΕΘ σε θάλαμο νοσηλείας πρόωρα. Επίσης, ευθύνεται το δεύτερο εναγόμενο, διότι το υπαλληλικό - νοσηλευτικό του προσωπικό, ενεργώντας ως προστηθέν υπ’ αυτού, μετέφερε πρόωρα τον ασθενή από τη ΜΕΘ σε απλό θάλαμο νοσηλείας, με αποτέλεσμα τα ως άνω αναφερόμενα, αλλά και διότι απουσίασε από το θάλαμο νοσηλείας του ασθενούς και δεν τον είχε υπό την άμεση εποπτεία του, αν και όφειλε, με αποτέλεσμα να μην γίνει έγκαιρα αντιληπτή η βλάβη που παρουσίασε και να χαθεί πολύτιμος χρόνος για την επιτυχή αντιμετώπιση του περιστατικού. Περαιτέρω οι ενάγοντες εκθέτουν:
Ότι, για έξοδα κηδείας του Π.Α. κατεβλήθη από την πρώτη, τον δεύτερο και την τρίτη των εναγόντων το συνολικό ποσό των 3.462,94 ευρώ, το οποίο δικαιούνται να αξιώσουν οι άνω ενάγοντες κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας εκάστου εξ αυτών. Ότι η πρώτη ενάγουσα, στερήθηκε, επιπλέον, λόγω του θανάτου του συζύγου της, διατροφή ποσού ύψος 352 ευρώ μηνιαίως, από την ημερομηνία του θανάτου του και μέχρι τη συμπλήρωση του 75ου έτους της ηλικίας του, που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα διαρκούσε η ζωή του θανόντος. Επίσης, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι λόγω του θανάτου του συγγενούς τους υπέστησαν ψυχική οδύνη. Με βάση τα παραπάνω, ζητούν, μετά την παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, εις ολόκληρον ευθυνομένων, να καταβάλουν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους, τα εξής ποσά: 1) ποσό ... ευρώ για δαπάνες μίσθωσης ταξί, β) ποσό ... ευρώ για έξοδα κηδείας, γ) ποσό ... ευρώ ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής από το χρόνο του θανάτου μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (ήτοι ... μήνες Χ ... ευρώ) και ποσό ... ευρώ, καταβαλλόμενο σε μηνιαίες δόσεις την 1η ημέρα κάθε μήνα μέχρι και το έτος 2013, χρόνο συμπλήρωσης του 75ου έτους ζωής του θανόντος και δ) ποσό ... ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, επιφυλασσόμενη για το ποσό των ... ευρώ για την παράστασή της ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβασή της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών». Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για την θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργίας της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως και υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμο, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε την συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή την μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1227/2007, Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας του θανόντος προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση του θανάτου και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτελέσεως της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση προστήσεως υπάρχει όταν, στο πλαίσιο της υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσεως, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσεως, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, η πρόστηση μπορεί να υπάρχει και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική, αρκεί, για τον χαρακτηρισμό του ιδιοκτήτη της κλινικής ως προστήσαντος, η εκ μέρους του παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό προς τον τόπο, το χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε ο θάνατος προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, ο προστήσας τον ιατρό ιδιοκτήτης της κλινικής ευθύνεται για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειας του θανόντος. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα (αμέλεια) ως προς μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε, ούτε αν αποδείξει ότι ο προστηθείς ανέπτυξε πρωτοβουλία εντός του πεδίου δράσεως εκείνου (προστήσαντος).
Το δεύτερο εναγόμενο ισχυρίζεται ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, διότι δεν υφίσταται σχέση προστήσεως μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου ιατρού, αφού ο τελευταίος είναι ελεύθερος επαγγελματίας και εξωτερικός συνεργάτης της κλινικής του. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα μη νόμιμος και απορριπτέος. Επίσης, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β΄, 346, 914, 922, 926, 928, 932 ΑΚ, άρθρο 8 του ν. 2251/1994, άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939, με εξαίρεση το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου εναγομένου και κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, ενόψει της μετατροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, αφού η απόφαση που θα εκδοθεί δεν θα αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Σημειωτέον ότι, το αίτημα της αναγνώρισης οφειλής τόκων και μετά την μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό είναι νόμιμο, διότι η επίδοση της αγωγής συνιστά όχληση που κατέστησε του εναγομένους υπερήμερους σύμφωνα με τα άρθρα 340, 345 ΑΚ (ΟλομΑΠ 13/1994, ΕλΔ 1995, 1260 ή ΝοΒ 1996, 33).
Από το άρθρο 10 § 5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του ν. 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986 προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτωσης ασφαλισμένου του ΙΚΑ, η αξίωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου ή των δικαιούχων μελών της οικογένειάς του που απορρέει από το άρθρο 928 ΑΚ, κατά του υποχρέου, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση.
Δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση της προσεπικαλούμενης ασφαλιστικής εταιρίας Α.Ε. υπέρ του δευτέρου εναγομένου με την οποία αυτή καλείται να το αποζημιώσει σε περίπτωση που θα υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό σε τρίτα πρόσωπα, αν τα τελευταία υποστούν σωματική βλάβη κατά την διάρκεια της παραμονής τους στο θεραπευτήριο.
Παραδεκτή και νόμιμη και η πρόσθετη παρέμβαση της ασφαλιστικής εταιρίας Α.Ε. υπέρ του πρώτου εναγομένου με την οποία εκθέτει ότι δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου υποχρεούται να καλύψει τον ασφαλιζόμενο σε αυτήν, σύμφωνα με τους όρους στους οποίους περιλαμβάνονται και οι γενικοί όροι ασφαλιστηρίου επαγγελματικής αστικής ευθύνης ιατρών.
Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι, οι εναγόμενοι δεν ευθύνονται για τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων. Ειδικότερα, η μόνη ασφαλής διάγνωση περί του εάν επρόκειτο πράγματι για ανεύρυσμα θα γινόταν κατά την ώρα του χειρουργείου επί του συγκεκριμένου κάθε φορά ασθενούς, όπως και ανεφάνη στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ενδεχόμενη εξαίρεση της ανιούσης αορτής θα εγκυμονούσε περισσότερους κινδύνους για στον ασθενή λόγω σοβαρών επιπλοκών τόσο κατά την ώρα του χειρουργείου όσο και μετεγχειρητικά. Έτσι, οδηγήθηκε ο εναγόμενος να προβεί μόνο σε αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας. Η χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας έγινε σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας και δεν υπήρξε ιατρικό σφάλμα του πρώτου εναγομένου.
Όσον αφορά το χρόνο παραμονής στη ΜΕΘ: ναι με αποτελεί κοινή πρακτική η παραμονή των ασθενών στη ΜΕΘ για 24 ώρες, ωστόσο ο χρόνος παραμονής κάθε ασθενούς στην ΜΕΘ διαφοροποιείται ανάλογα με την πορεία που αυτός εμφανίζει. Κατά συνέπεια, η άνω απόφαση του πρώτου εναγομένου δεν έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης ούτε στοιχειοθετεί παράβαση των εκ του γενικού καθήκοντος προνοίας και ασφάλειας απορρεουσών υποχρεώσεων επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητάς του. Εξάλλου, ο πρώτος εναγόμενος αθωώθηκε για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με την 7580/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Όσον αφορά την ευθύνη του δευτέρου εναγομένου: η επιτυχής αντιμετώπιση του περιστατικού θα είχε επιτευχθεί μόνο εφόσον ο ασθενής μεταφερόταν στο χειρουργείο και γινόταν επαναδιάνοιξη του στέρνου, μετάγγιση αίματος και συρραφή της τομής σε χρόνο περί τα 3-4 λεπτά. Ωστόσο αυτό με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας είναι απολύτως αδύνατο. Επομένως, δεν υπήρξε καμία παράλειψη ή πλημμέλεια στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου περιστατικού ούτε από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του δευτέρου εναγομένου.