Digesta OnLine 2019

ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ:
ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ποιμαντικῆς τοῦ κανονικοῦ δικαίου


Ἀλέξανδρος Λιαρμακόπουλος
Εἰδικὸς Ἐρευνητὴς Δ.Π.Θ.

 Για να διαβάσετε τη μελέτη μαζί με τις υποσημειώσεις σε μορφή pdf πατήστε εδώ


1. Εἰσαγωγή    
Κατακλεῖδα ἀλλὰ καὶ κορωνίδα τῆς νομοπαραγωγικῆς διεργασίας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691/2)  ἀποτελεῖ ἡ διὰ τοῦ τελευταίου κανόνα (Πενθ.102 ) θέσπιση τῶν ἐκκλησιολογικῶν θεμελίων  τῆς ἐξατομίκευσης  τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποινῆς/ἐπιτιμίου  κατὰ τὴν ἐπιμέτρησή της . Ἡ διατύπωση τοῦ ΠΕΝΘ.102 ἀποτελεῖ μνημειώδη σύζευξη τῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας πρὸς τὴν κανονικὴ θεωρία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διατρανώνεται μὲ τὸν πιὸ καταφανῆ τρόπο ἡ μεγαλειώδης φιλανθρωπία καὶ συγκατάβαση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸν πάσχοντα ἄνθρωπο (μὴ εἶναι τὴν οἵαν δήποτε ἁμαρτίαν νικῶσαν τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν ), ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ προστρέξει στό «πνευματικὸ ἰατρεῖο» , γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὴν μόνη δυνατὴ ἴαση στὰ δυσίατα τραύματά του . Ἡ μέθοδος θεραπείας ἀκολουθεῖ μὲν γενικὲς κατευθύνσεις, ἀλλὰ πάντοτε διαφοροποιεῖται γιὰ κάθε περίπτωση, ἀφοῦ ὁ ἑκάστοτε ἀσθενὴς παραμένει μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἐξειδικευμένη φροντίδα. Τὸ ἰατρικὸ πρότυπο , μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι διαποτισμένο τὸ λεξιλόγιο τοῦ Πενθ.102, ἀποτελεῖ ἀντίδοτο στὴν ἀναφαινόμενη ἐκνομίκευση καὶ συνεπῶς ἐκκοσμίκευση τοῦ κανονικοῦ δικαίου , ὥστε νὰ θεσπίζεται αὐτὸς ὁ κανόνας ὡς καθοδηγητικὸς φάρος τόσο τῆς ποιμαντικῆς πράξεως, ὅσο καὶ τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.


2. Καταβολὲς τῆς ἐξατομίκευσης
Δὲν ἀποτελεῖ βεβαίως ὁ Πενθ.102 τὴν πρώτη φορὰ θέσπισης τῆς ἀρχῆς τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ποινῆς/ἐπιτιμίου, ἀλλ᾿ ἤδη ἀπαντᾷ στὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο καὶ σὲ προγενέστερους τοῦ Πενθ.102 ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες. Σύμφωνα μὲ τὸν Πανδέκτη (D.48.19.11.1 = B.60.51.11)  ὁ νομικὸς Marcianus ἀναφέρει ὅτι ὁ δικαστὴς ἐπιβάλλεται νὰ ἐξατομικεύει τὴν ποινὴ ἀναλόγως πρὸς τὴν βαρύτητα τῆς πράξεως τοῦ δράστη, ὥστε νὰ μὴ ἀποβεῖ οὔτε ἰδιαίτερα αὐστηρὴ οὔτε πολὺ ἐπιεικής . Στὸ δὲ ἀρχαῖο κανονικὸ δίκαιο, ὁ 5ος κανόνας τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ συνόδου (ca. 314) προβλέπει τοὺς… ἐπισκόπους ἐξουσίαν ἔχειν τὸν τρόπον τῆς ἐπιστροφῆς δοκιμάσαντας φιλανθρωπεύεσθαι ἢ πλείονα προστιθέναι χρόνον καὶ θεσπίζει ὅτι πρὸ πάντων… καὶ ὁ προάγων βίος καὶ ὁ μετὰ ταῦτα ἐξεταζέσθω, καὶ οὕτως ἡ φιλανθρωπία ἐπιμετρείσθω . Ἔτσι, ὁ Ἀγκύρ.5 ἐπιβάλλει στὸν ἐπίσκοπο (τὸν ὁποῖον ἡ ἐκκλησία ἔχει ἐπιφορτίσει μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ διάκριση ) κατὰ τὴν ἐπιμέτρηση τῆς ποινῆς νὰ συνεκτιμᾷ στοιχεῖα ἀναφερόμενα στὴν προσωπικότητα τοῦ ἐπιτιμωμένου, ὥστε διὰ τῆς ἐξατομικεύσεως νὰ ἐξειδικεύεται ὁ ἑκάστοτε τρόπος τῆς ἐπιστροφῆς μέσα σὲ πνεῦμα φιλανθρωπίας . Ἐπιπροσθέτως ἡ ἐξατομίκευση ἀπασχόλησε καὶ τὴν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ σύνοδο (325) καὶ ἀποτυπώθηκε στὸν κανόνα Α΄12 , κατὰ τὸν ὁποῖον εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐξέταση τῆς προαίρεσης καὶ τοῦ εἴδους τῆς μεταμέλειας τοῦ ἁμαρτωλοῦ , ὥστε σὲ περίπτωση ἔμπρακτης μετάνοιας νὰ ἐφαρμόζεται ἡ ἐπιείκεια, ἐνῷ σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἡ ἀκρίβεια . Ἑπομένως, ἡ ἐξατομίκευση τῆς ποινῆς ἀποτελεῖ ἀρχαιότερο τοῦ Πενθ.102 θεσμό, ὁ ὁποῖος ἀνευρίσκεται τόσο στὸ πολιτειακό, ὅσο καὶ στὸ κανονικὸ δίκαιο τῆς πρώϊμης ἐποχῆς.


3. Ἡ ἐξατομίκευση στὴν Πενθέκτη σύνοδο
Ἡ προηγούμενη ὡστόσο παράδοση περὶ ἐξατομίκευσης συμπυκνώνεται λίαν ἀριστοτεχνικὰ στὸν Πενθ.102 , ὁ ὁποῖος θὰ ἀποτελέσει σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν μετέπειτα κανονικὴ καὶ ποιμαντικὴ γραμματεία. Οἱ κύριοι ἄξονες τῆς ἐξατομίκευσης εἶναι ὁ ἔλεγχος τοῦ εἴδους τῆς φύσης τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ τῆς προθυμίας τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἁμαρτόντος · γι᾿ αὐτὸ ὁ Πενθ.102 προαναγγέλλει (μὲ ἕνα ὁμοιοτέλευτο) ὅτι ὁ ποιμένας  χρειάζεται νὰ ἐξετάζει τὴν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα καὶ τὴν τοῦ ἡμαρτηκότος πρὸς ἐπιστροφὴν ἑτοιμότητα . Ἂν καὶ τὸ κοσμικὸ δίκαιο ἐπιτάσσει τὴν διερεύνηση πολλῶν πτυχῶν τῆς πράξεως καὶ τοῦ προσώπου (D.48.19.16 = Β.60.51.15) , ὡστόσο ὁ Πενθ.102 δὲν ἀποτελεῖ μία ἁπλῆ ἀντιγραφὴ τοῦ τότε κοσμικοῦ δικαίου ἀλλ᾿ ἀντιθέτως μία ἀνανοηματοδοτημένη ἑρμηνεία ὅλων αὐτῶν τῶν παραμέτρων μὲ γνώμονα τὴν υἱοθέτηση τῆς πλέον δραστικῆς θεραπευτικῆς μεθόδου. Ὁ ἐπίσκοπος (ἢ ὁ ἐντεταλμένος πρεσβύτερος ἢ τὸ ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο) στρέφεται πρὸς τὴν πράξη, ἀνιχνεύοντας κυρίως τὰ αἴτια, τὰ ὁποῖα τὴν προκάλεσαν, καθὼς καὶ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, μὲ βασικὸ στόχο νὰ ἐνισχύσει (ἀκόμη καὶ παιδευτικῶς) τὴν διάθεση τοῦ ἁμαρτωλοῦ πρὸς ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.


4. Ποιμαντικὴ προσέγγιση τῆς ἐξατομίκευσης
Λίαν εὐστόχως ἡ μεταγενέστερη Σύνοψις κανόνων θὰ καταχωρίσει ἐν συντόμῳ τὸν Πενθ.102 γράφοντας ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἡ τῆς ἁμαρτίας ἐπὶ πᾶσι σκοπεῖται ποιότης καὶ ἡ ἐπιστροφὴ καθορᾶται, καὶ οὕτω μετρεῖται τὸ ἔλεος . Ἡ Ἐκκλησία ἐμφανίζεται ὡς ταμειοῦχος τοῦ ἐλέους καὶ κατὰ τὴν ἐξατομίκευση ἐπιτελεῖται ἡ ἐπιμέτρηση αὐτῆς πάντοτε τῆς φιλανθρωπίας εἴτε πρόκειται περὶ ἀκριβείας εἴτε περὶ οἰκονομίας , ἀφοῦ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὡς σκοπὸς ἀναφαίνεται ἡ ἐξάπαντος σωτηρία τοῦ ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας τρωθέντος ἁμαρτωλοῦ (Βασ.3 ) .
Ἡ ἐξατομίκευση προβάλλει ὡς πρώτιστη ἀρχὴ τῆς ὀρθῆς ποιμαντικῆς μεθόδου  γιὰ τὸν ἐπωμισθέντα τὴν ποιμαντικὴ ἐξουσία ἐπίσκοπο (τῷ τὴν ποιμαντικὴν ἐγχειρισθέντι ἡγεμονίαν ), ἀφοῦ περὶ αὐτοῦ ἔχει θεσπισθεῖ …ἔχειν τὴν αὐθεντίαν τῆς… φιλανθρωπίας τὸν κατὰ τὸν τόπον ἐπίσκοπον (Δ΄16) . Σύμφωνα μὲ τὸν Πενθ.102 ὡς πρὸς τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὁμοιάζει στὸν Θεὸ ὁ πνευματικός, ἀφοῦ γίνεται κι αὐτὸς ποιμὴν καλός , ποὺ ἀκολουθεῖ ἐναγωνίως τὸ ἐν τοῖς ὄρεσι πλανηθὲν πρόβατο, γιὰ νὰ τὸ φέρει πίσω στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας . Ἔτσι, ὁ πνευματικὸς γίνεται θεοείκελος ποιμὴν δικαιοσύνης , δηλ. φιλανθρωπίας, καθὼς ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι τελικὰ ἡ φιλανθρωπία του , ἀφοῦ νικᾷ… ἡ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία τῆς δικαιοσύνης τὴν ψῆφον κατὰ τὸν Θεοδώρητο Κύρου , ὅπως τόσο γλαφυρὰ ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸ ποιητικὸ τάλαντο τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης (Μέγας Κανών, ᾠδὴ α΄.13):


Εἰ καὶ ἥμαρτον, Σωτήρ,
ἀλλ᾽ οἶδα ὅτι φιλάνθρωπος εἶ·
πλήττεις συμπαθῶς
καὶ σπλαγχνίζει θερμῶς·
(: τιμωρεῖς μὲ συμπάθεια καὶ σπλαχνίζεσαι μὲ θερμότητα)
δακρύοντα βλέπεις
καὶ προστρέχεις συμπαθῶς,
ἀνακαλῶν τόν ἄσωτον.  


Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐμπιστευθεῖ στὸν ἐπίσκοπο τὶς πολύτιμες ψυχὲς τῶν πιστῶν (Ἀποστ.41: τὰς τιμίας τῶν ἀνθρώπων ψυχὰς αὐτῷ πιστευτέον) , ὁ ὁποῖος –πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, περὶ τῶν ὁποίων ρυθμίζει ὁ κανόνας– χρειάζεται νὰ ἀγρυπνεῖ ὑπερ αὐτῶν  καὶ νὰ φροντίζει γι᾿ αὐτὲς νυχθημερὸν ὡς Θεοῦ ἐφορῶντος (Ἀποστ.38) . Ἡ μέθοδος τοῦ πνευματικοῦ  ὡς μίμησις θείας δικαιοσύνης τὸν διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὸν δικαστὴ καὶ ἐφαρμοστὴ τῆς κοσμικῆς δικαιοσύνης, ἀφοῦ τὸ παρ᾿ ἀνθρώποις δίκαιον ἀπεστέρηται τοῦ ἐλέους , σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπιτάσσει τὴν πρόταξη τοῦ ἐλέους κατὰ τὴν ἐξατομίκευση , ἡ ὁποία διαπνέεται ἀπὸ τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς ποιμαντικῆς καὶ τοῦ κανονικοῦ δικαίου, ὅτι οὐκ ἔστιν ἓν μέτρον τοῖς πᾶσι .
Ἡ ἁμαρτία παραλληλίζεται μὲ νόσο (ἀῤῥώστημα ψυχικόν, ἀῤῥωστία, νόσημα)  πολύμορφη καὶ πολυειδῆ, ποὺ ἀπαιτεῖ ἐντατικὴ θεραπεία, ἀφοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἐπακριβῶς ἡ φύση τοῦ προκληθέντος τραύματος στὸν ἑκάστοτε ἄνθρωπο , τὸν ὁποῖον ἐξωθεῖ ἀπὸ τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἄνω λαμπροφορίαν  καὶ τὸν ὁδηγεῖ πλανώμενον στὸν δρόμο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου . Ὁ ἰατρὸς καὶ ποιμένας, τὸ ὄργανο τῆς φιλανθρωπίας καὶ ἀνακαινιστικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ , ὡς φιλόστοργος πατέρας  ἀλλὰ καὶ ἀπηνὴς διώκτης τῆς ἁμαρτίας βυθοσκοπεῖ τὶς πτυχὲς τοῦ συγκεκριμένου προσώπου καὶ μὲ φόβο Θεοῦ προχωρεῖ στὴν ἐκριζωτικὴ ἐγχείριση πρὸς ἀποκατάσταση τῆς ἀσθενούσης φύσης τοῦ πιστοῦ· ποῖα χειρουργικὰ ἐργαλεῖα θὰ χρειαστοῦν ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπὸ τὴν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση· βασιζόμενος στὴν ἀρχὴ τῆς ἀναλογικότητας θὰ χρησιμοποιήσει τὰ κατάλληλα φάρμακα ἀνάλογα μὲ τὴν φύση τῆς νόσου, δηλ. τὸ ἐπιτίμιο  θὰ ἐπιλεγεῖ ἀναλόγως πρὸς τὴν διάθεση καὶ ἑτοιμότητα τοῦ χειμαζομένου πιστοῦ , ὅπως ἂν θεραπευθείη πᾶν ἀῤῥώστημα ψυχικόν.


5. Κανόνας Χρυσοστόμου (παλαιογραφική-ποιμαντικὴ θεώρηση)
Ἂν καὶ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως ὁ Πενθ.102 περιγράφουν ἐπαρκῶς τὴν θεραπευτικὴ μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἐξατομίκευσης, ὡστόσο στὴν χειρόγραφη παράδοση τῆς κανονικῆς γραμματείας ἐμφανίζεται τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸν ΙΔ΄ αἰ. ἕνα συμπληρωματικὸ κείμενο, ὁ α΄ κανόνας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (Χρυσοστ.1) «περὶ ἐπιτιμίας τῶν ἁμαρτανόντων» , ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα τοῦ Β΄ περὶ ἱερωσύνης λόγου τοῦ Χρυσοστόμου (t.a.q. 392).
Κανονικὰ κείμενα Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος συναριθμεῖται στοὺς μεγίστους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας , δὲν περιελήφθησαν στὸν Νομοκάνονα ΙΔ΄ καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν περιλαμβάνονται στοὺς ἐπικυρωμένους ἀπὸ τὸν Πενθ.2 , μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ συγκαταλέγονται στὸ corpus canonum τῆς Ἐκκλησίας . Ἡ αἴγλη ὡστόσο τοῦ ὀνόματός του ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνάργεια τοῦ ταλαντούχου λόγου του τροφοδότησαν τὴν παρακανονικὴ φιλολογία, ὥστε –ἀκολουθώντας τὴν πεπατημένη ὁδὸ δημιουργίας πατερικῶν κανόνων– νὰ ἐξαγάγει τρία ἀποσπάσματα ἀπὸ ἔργα του φιλοδοξώντας νὰ τὰ παρουσιάσει ὡς κανονικὰ κείμενα. Ἔτσι, στὸ χφ. Τραπεζοῦντος τοῦ 1311  ἐμφανίζονται τρεῖς κανόνες, ὁ πρῶτος ἐκ τῶν ὁποίων ἀφορᾷ τὴν ἐπιμέτρηση τῶν ἐπιτιμίων τῶν ἁμαρτανόντων καὶ τὴν ἀκολουθητέα ἐξατομίκευση. Ἡ χειρόγραφη παράδοση τῶν κανόνων Χρυσοστόμου φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι πολὺ παλαιά, ἀφοῦ δὲν ἀνευρίσκονται τέτοια κείμενα στὰ χφ. τῶν Θ΄-ΙΔ΄ αἰ.  
Ὁ Χρυσόστ. 1 κατὰ τὸ χφ. Τραπεζοῦντος τοῦ 1311  παρουσιάζει ἐλάχιστες διαφορετικὲς γραφὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου προελεύσεως  τοῦ κανόνα, οἱ ὁποῖες σημειώνονται καθεξῆς: «Οὐχ  ἁπλῶς πρὸς τὸ τῶν ἁμαρτημάτων μέτρον δεῖ  τὴν ἐπιτιμίαν ἐπάγειν, ἀλλὰ καὶ τῆς τῶν ἁμαρτανόντων στοχάζεσθαι προαιρέσεως, μή ποτε ῥάψαι τὸ διεῤῥωγὸς βουλόμενος, χεῖρον τὸ σχίσμα ποιήσῃς, καὶ ἀνορθῶσαι τὸ καταπεπτωκὸς σπουδάζων, μείζονα ἐργάσῃ τὴν πτῶσιν· οἱ γὰρ ἀσθενεῖς καὶ διακεχυμένοι, καὶ τὸ πλέον τῇ τοῦ κόσμου δεδεμένοι  τρυφῇ, ἔτι  καὶ ἐπὶ γένει καὶ δυναστείᾳ μέγα φρονεῖν ἔχοντες, ἡρέμα μὲν καὶ κατὰ μικρὸν ἐν οἷς ἄν ἁμάρτωσιν ἐπιστρεφόμενοι, δύναιντ᾿ ἄν, εἰ καὶ μὴ τέλεον, ἀλλ᾿ οὖν ἐκ μέρους τῶν κατεχόντων αὐτοὺς ἀπαλλαγῆναι κακῶν. Ἐὰν  δὲ ἀθρόον τις ἐπαναγάγῃ τὴν παίδευσιν, ἐκ  τῆς ἐλάττονος αὐτοὺς ἀπεστέρησε διορθώσεως. Ψυχὴ γάρ, ἐπειδὰν  ἀπερυθριάσαι βιασθῇ, εἰς ἀνελπιστίαν  ἐκπίπτει· καὶ οὔτε προσηνέσι λόγοις εἴκει  λοιπόν, οὔτε ἀπειλῇ  κάμπτεται, οὔτε εὐεργεσίᾳ  προτρέπεται· ἀλλὰ γίνεται πολὺ χείρων τῆς πόλεως ἐκείνης, ἣν ὁ Προφήτης κακίζων, ἔλεγεν· Ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι καὶ  ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας. Διὰ τοῦτο πολλῆς δεῖται  συνέσεως τῷ ποιμένι  πρὸς τὸ περισκοπεῖν πάντοθεν τὴν τῆς ψυχῆς ἕξιν. Ὥσπερ γὰρ εἰς ἀπόνοιαν αἴρονται πολλοὶ καὶ εἰς ἀπόγνωσιν τῆς ἑαυτῶν καταπίπτουσι σωτηρίας, ἀπὸ τοῦ μὴ δυνηθῆναι πικρῶν ἀνασχέσθαι φαρμάκων, οὕτως εἰσί τινες, οἳ διὰ τὸ μὴ δοῦναι τιμωρίαν τῶν ἁμαρτημάτων ἀντίῤῥοπον εἰς ὀλιγωρίαν ἐκτρέπονται, καὶ πολλῶν  γίνονται χείρους, καὶ πρὸς τὸ μεῖζον  ἁμαρτάνειν προάγονται. Χρὴ τοίνυν μηδὲν τούτων ἀνεξέταστον ἀφεῖναι, ἀλλὰ πάντα διερευνησάμενον ἀκριβῶς, καταλλήλως τὰ παρ᾿ ἑαυτοῦ προσάγειν τὸν ἱερώμενον, ἵνα μὴ ματαίως  αὐτῷ γίνηται ἡ σπουδή.»
Ἀκολουθώντας τὴν περὶ ἐξατομίκευσης παράδοση τῆς ἐκκλησίας ὁ Χρυσόστ. 1 ἐπιτάσσει τὴν ὑπὸ τοῦ πνευματικοῦ ἐκτίμηση ὄχι μόνον τῆς βαρύτητας τοῦ ἁμαρτήματος ἀλλὰ καὶ τῆς προαιρέσεως τοῦ ἁμαρτόντος (Οὐ γὰρ ἁπλῶς πρὸς τὸ τῶν ἁμαρτημάτων μέτρον δεῖ καὶ τὴν ἐπιτιμίαν ἐπάγειν, ἀλλὰ καὶ τῆς τῶν ἁμαρτανόντων στοχάζεσθαι προαιρέσεως ), ὥστε νὰ μὴ προκαλέσει ἐπιδείνωση τῆς κατάστασης (μή ποτε… βουλόμενος… ἀνορθῶσαι τὸ καταπεπτωκὸς σπουδάζων, μείζονα ἐργάσῃ τὴν πτῶσιν ). Γι᾿ αὐτὸ προτείνει σὲ δύσκολες περιπτώσεις ὄχι τὴν ἀπότομη ἀλλὰ τὴν βαθμηδὸν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ ἀποτέλεσμα δὲν θὰ εἶναι ἐντελῶς ὁλοκληρωμένο (ἡρέμα μὲν καὶ κατὰ μικρὸν ἐν οἷς ἄν ἁμάρτωσιν ἐπιστρεφόμενοι, δύναιντ᾿ ἄν, εἰ καὶ μὴ τέλεον, ἀλλ᾿ οὖν ἐκ μέρους τῶν κατεχόντων αὐτοὺς ἀπαλλαγῆναι κακῶν ), γιατὶ ἀλλιῶς ὁ πιστὸς μπορεῖ νὰ κυριευθεῖ δυστυχῶς ἀπὸ ἀπελπισία. Ἄρα ὁ ποιμένας χρειάζεται νὰ διαθέτει πολλὴ σύνεση καὶ διάκριση  ἐλέγχοντας κατὰ τὴν ἐξατομίκευση κάθε πτυχή του προσώπου τοῦ πιστοῦ (Διὰ τοῦτο πολλῆς δεῖ τῆς συνέσεως τῷ ποιμένι καὶ μυρίων ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ περισκοπεῖν πάντοθεν τὴν τῆς ψυχῆς ἕξιν. ), ὥστε νὰ παράσχει τὴν ἀνάλογη (ἀντίῤῥοπον ) ἐπιτιμιακὴ ἀγωγή. Ἔτσι, κατακλείεται ὁ Χρυσόστ. 1 ἐπιτάσσοντας νὰ ἐπιτελεῖ ὁ πνευματικὸς κατὰ τὴν ἐξατομίκευση τὴν κατ᾿ ἀκρίβεια διερεύνηση ὅλης τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁμαρτόντος, γιὰ νὰ χορηγήσει τὰ κατάλληλα φάρμακα, ὥστε ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα του νὰ στεφθεῖ μὲ ἐπιτυχία (Χρὴ τοίνυν μηδὲν τούτων ἀνεξέταστον ἀφεῖναι, ἀλλὰ πάντα διερευνησάμενον ἀκριβῶς, καταλλήλως τὰ παρ᾿ ἑαυτοῦ προσάγειν τὸν ἱερώμενον, ἵνα μὴ μάταιος αὐτῷ γίνηται ἡ σπουδή).


6. Ἐπιλογικὸ συμπέρασμα
Ἡ ἐξατομίκευση λοιπὸν ἀποτελεῖ θεμέλιο λίθο τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης καὶ διαγράφεται κατὰ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο στὸν Πενθ.102, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ποιμένας καλεῖται νὰ ἐξερευνήσει μέχρι τὰ ἄδηλα καὶ κρύφια στοιχεῖα τοῦ προσώπου τοῦ ἁμαρτόντος καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἀδιάψευστη μαρτυρία τοῦ Ψαλμῳδοῦ (Ψ.22.1: «Κύριος ποιμαίνει με…» ) ἐφαρμόζει τὴν πληρέστερη καὶ ἀπολύτως ἐξατομικευμένη θεοειδῆ ποιμαντικὴ ἐνέργεια σὲ κάθε πιστό . Ἑπομένως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἐξατομίκευσης ἀποτελεῖ μίμηση τῆς θείας φιλανθρωπίας  καὶ τελικὰ συνδέεται μὲ τὴν ἐπιμέτρηση ὄχι τῆς ποινῆς ἀλλὰ τοῦ κατ᾿ ἀξίαν ἐλέους ἀναλόγως πρὸς τὰ ἰδιαίτερα καὶ μοναδικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πιστοῦ , ὅπως ἐπιτάσσει ὁ Πενθ.102, ὁ ὁποῖος τὴν παρουσιάζει ὡς μία ὄχι ἐφ᾿ ἅπαξ διαδικαστικὴ διεκπεραίωση  ἀλλὰ συνεχῆ ἐναγώνια διαπροσωπικὴ σχέση (πρόσωπο πρὸς πρόσωπο ) καὶ ἀγαπητικὴ μέριμνα τοῦ ποιμένος ἔναντι τῆς τραγικότητας  τοῦ πεπτωκότος καὶ νεκρουμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀναμένει τελικῶς τὴν θεραπεία καὶ ἀνάστασή του.

*Για τις υποσημειώσεις, παρακαλούμε να ανατρέξετε στο αρχείο pdf του περιοδικού.
 
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ


ACO: Schwartz E. et al., Acta Conciliorum Oecumenicorum, Berolini - Lipsiae, 1914-2016.
B.: Βασιλικά, Scheltema H. – Holwerda D. – van der Wal N., Basilicorum libri LX. Series A (Textus), [Scripta Universitatis Groninganae], Groningen etc., 1953-1988.
Bright W., The canons of the first four General Councils, Oxford, 21892.
CCCOGD: Corpus Christianorum - Conciliorum Oecumenicorum Generaliumque Decreta, Turnholti, 2006-.
D.: Mommsen Th. - Krueger P., Iustiniani Digesta, [Corpus Iuris Civilis, I/1-2], Berolini, 1877.
Joannou P., Discipline générale antique (IIe-IXe s.), [Pontificia Commissione per la redazione del codice di Diritto Canonico Orientale. Fonti, 9], I-II, Grottaferrata (Roma), 1962-1964.
L’Huillier Ρ., The Church of the ancients councils (The disciplinary work of the first four Ecumenical Councils), N. York, 1996.
Papagianni E. – Troianos S. – Burgmann L. - Maksimovič K., Alexios Aristenos: Kommentar Zur “Synopsis Canonum”, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte - Neue Folge, 1], Berlin, 2019.
PG: Migne J.-P., Patrologiae cursus completus: Series Graeca, τ. 1-161, Parisiis, 1857-1867.
SC: Sources Chrétiennes, Paris, 1941–.
-------------
Γιαννακοπούλου Β., Συμβουλευτικὴ Ποιμαντική, ἐκδ. Κοράλλι, Ἀθήνα, 2014.
Γκαβαρδίνας Γ., Ἡ Πενθέκτη οἰκουμενικὴ σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της ἔργο, [Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη, 4], ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη, 1998.
Γκίκας Ἀ., Ὁ πνευματικὸς καὶ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2002.
Γκίκας Ἀ., Ποιμαντικὴ Θεραπευτική, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2016.
Καλλιακμάνης Β., Λεντίῳ ζωννύμενοι, τ. Ι (Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς Ποιμαντικῆς), τ. ΙΙ (Ἐκκλησιολογικὸς χαρακτῆρας τῆς Ποιμαντικῆς), ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2005.
Καψάνης Γ., Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς, 1976.
Μενεβίσογλου Π., Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Στοκχόλμη, 1990.
Παπαδόπουλος Σ., Πατρολογία, Ι-ΙΙΙ, Ἀθήνα, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα, 1977-2010.
ΡΠ: Ῥάλλης Γ. - Ποτλῆς Μ., Σύνταγμα θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, I-VI, Ἀθήνησιν, 1852-1859.
Τρωϊᾶνος Σ., Οἱ πηγὲς τοῦ Βυζαντινοῦ Δικαίου, ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 32011.
Χριστινάκη Εἰ., Ἡ ἀρχὴ τῆς νομιμότητας στοὺς ἱεροὺς κανόνες, Ι (Ἡ ἀρχὴ τῆς μὴ ἀναδρομικότητας στοὺς κανόνες τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων), [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte – Athener Reihe, 17], ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2007· τ. ΙΙ (Ἡ ἀρχὴ τῆς μὴ ἀναδρομικότητας στοὺς κανόνες τῶν τοπικῶν συνόδων), [Νομοκανονικὰ ἀνάλεκτα, 10], ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα, 22018.
Χριστινάκης Π., «Ἡ ἐπιμέτρηση τῆς ποινῆς κατὰ τὸν 102 κανόνα τῆς Πενθέκτης οἰκουμενικῆς συνόδου (μὲ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 79ΠΚ)», Ἀντικήνσωρ (Τιμητικὸς Τόμος Σ. Τρωϊάνου), ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 2013, σ. 1861-1882.