Digesta 2002 |
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΜΗΝΑ[1]
Κωνσταντίνος Δ. Παναγόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Δ.Π.Θ.
Για να διαβάστε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Αυτή η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει κανείς με τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου ΚΠολΔ 630 Α προβληματίζει ωστόσο έντονα στο πλαίσιο εγγύτερης ερμηνευτικής (συστηματικής[2] και τελολογικής) προσεγγίσεως[3]
Εντασσόμενη στο πλέγμα διατάξεων του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος, αν αντιμετωπιστεί ως μεμονωμένη και αυτοτελής ρύθμιση και αν δεν αποσαφηνιστεί ο επιδιωκόμενος σκοπός της. Ώστε επιβάλλεται πρώτον, να κατανοηθεί στην συνύπαρξή της και με άλλες διατάξεις ενταγμένες στο ίδιο «σύστημα» [4] (κώδικας πολιτικής δικονομίας)[5], που τυχόν είναι σημαντικές στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προβληματικής και με τις οποίες πρέπει να εναρμονίζεται[6] και δεύτερον, επιβάλλεται να ερευνηθεί αν το prima facie (με βάση το γράμμα της διατάξεως) εξαγόμενο συμπέρασμα ανταποκρίνεται και στη ratio legis.
Συσχετίζοντας την κρίσιμη διάταξη με τις δύο πρώτες από τις παραπάνω αναφερόμενες, δηλαδή των άρθρων ΚΠολΔ 631 και 940 Α, πρέπει κανείς να έχει υπόψη του τα ακόλουθα:
Η διαταγή πληρωμής χαρακτηρίζεται ως εκτελεστός τίτλος ήδη στο άρθρο ΚΠολΔ 904.2ε. Η επανάληψη αυτού του χαρακτηρισμού στο άρθρο ΚΠολΔ 631 δεν είναι ωστόσο περιττή, καθώς κατανοείται ορθά ως διευκρίνιση εδώ του νομοθέτη ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο εκτελεστός τίτλος και ιδίως δεν είναι δικαστική απόφαση[7] (με ό, τι αυτή η επισήμανση συνεπάγεται)[8].
Σ’ αυτήν λοιπόν την έννοια, ότι δηλαδή για την έννομη τάξη η διαταγή πληρωμής είναι μόνο εκτελεστός τίτλος και σ’ αυτή τη λειτουργία - αποστολή εντοπίζεται κυρίως, αν δεν εξαντλείται, η «αξία» της. Στην πράξη αυτός ο νομοθετικός χαρακτηρισμός της διαταγής πληρωμής αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στην παγίωση της τακτικής από μεν το δικαστή ουδέποτε να χορηγείται αυτή δίχως την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου (χορηγείται δηλαδή πάντα πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής, όχι απλό αντίγραφό της), ενώ από την πλευρά του δανειστή η παραγγελία για επίδοση πάντα συνοδεύεται και από επιταγή προς εκτέλεση (ουδέποτε επιδίδεται η διαταγή πληρωμής απλά «προς γνώση»). Εμποδίζοντας λοιπόν το άρθρο ΚΠολΔ 940 Α την επιταγή προς εκτέλεση μέσα στον Αύγουστο, πρακτικά εμποδίζει και την επίδοση της διαταγής πληρωμής. Θα ήταν έτσι άτοπο, ως αντιφατικό, από τη μία να επιβάλλεται (με το άρθρο 630 Α) η επίδοση τον Αύγουστο μιας διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε λ.χ. εντός του Ιουνίου (να υπολογίζεται δηλαδή αυτός ο μήνας στην προθεσμία επιδόσεως) και από την άλλη να απαγορεύεται η επίδοσή της το μήνα αυτό (με το άρθρο 940 Α).
Συνεπώς, η αδυναμία νόμιμης επιδόσεως της διαταγής πληρωμής (με επιταγή προς εκτέλεση) κατά τον Αύγουστο σύμφωνα με το άρθρο ΚΠολΔ 940 Α αποκλείει, κατά λογική αναγκαιότητα[9], τον υπολογισμό αυτού του μήνα στην προθεσμία του άρθρου 630 Α.
Πιθανός αντίλογος, βασισμένος στη σκέψη ότι η διαταγή πληρωμή πάντα μπορεί, και τον μήνα Αύγουστο πρέπει (όταν είναι αυτός ο τελευταίος μήνας της προθεσμίας του άρθρου 630 Α), να επιδίδεται απλά προς γνώση (δίχως επιταγή προς εκτέλεση), προσκρούει στην ακόλουθη παρατήρηση:
Η νομιμότητα αυτού του «αιφνιδιασμού» (με διαφορετική διατύπωση, η εξασφάλιση δραστικότητας-αποτελεσματικότητας της διαταγής πληρωμής) εκφράζεται διττά: ο νομοθέτης, πρώτον, δεν απαιτεί επίδοση της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής στον καθού και δεύτερον, παρέχει τη δυνατότητα «αυτοδύναμης»[11] και άμεσης (ταυτόχρονα δηλαδή με την επίδοση της διαταγής πληρωμής) επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως ή εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης (ΚΠολΔ 724.1), Η λειτουργία της διαταγής πληρωμής ως δραστικού εκτελεστού τίτλου συναρτάται ως εκ τούτου, κατά τη σαφή βούληση του νομοθέτη, με την πληροφόρηση του οφειλέτη περί της υπάρξεως της διαταγής πληρωμής το πρώτον με την επίδοση σ’ αυτόν του εκτελεστού της απογράφου (και, ενδεχομένως, με την ταυτόχρονη επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως). Με τον τρόπο αυτό ο δανειστής εξασφαλίζεται στοιχειωδώς από τον κίνδυνο ματαιώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως με την απόκρυψη από τον οφειλέτη των περιουσιακών του στοιχείων ή την καταδολιευτική αποξένωσή του από αυτά. Από την πλευρά του ο τελευταίος προστατεύεται επαρκώς με τη δυνατότητα ανακοπής (ΚΠολΔ 632.1 και 633) και αναστολής (ΚΠολΔ 632.2 εδ. β' και 724.2).
Η παραδοχή αυτή ενισχύεται και από το συσχετισμό αυτής της ρυθμίσεως με το άρθρο ΚΠολΔ 147.7.
Με τον τρόπο που ο νομοθέτης εισήγαγε την κρίσιμη διάταξη (ως μια από τις «άλλες διατάξεις» ενός άσχετου προς τη δικονομία νόμου με τίτλο «Ίδρυση εταιρίας Ολυμπιακό Χωριό 2004 ΑΕ και άλλες διατάξεις») και από το σκοπό τον οποίο αναφέρθηκε ότι επεδίωξε (όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση) είναι φανερό ότι η παράλειψή του να τροποποιήσει το άρθρο ΚΠολΔ 147 και να διευρύνει τις περιπτώσεις της παραγράφου 7 ώστε να περιλάβει και την κρίσιμη δίμηνη προθεσμία στις αναστελλόμενες κατά το μήνα Αύγουστο δεν έγινε σκόπιμα, αλλά απλώς επειδή παρείδε την ύπαρξη αυτής της ρυθμίσεως. Θέσπισε δηλαδή ο νομοθέτης τη δίμηνη προθεσμία του άρθρου 630 Α μη συνειδητοποιώντας το χαρακτήρα της (ως γνήσιας δικονομικής προς ενέργεια) ούτε τη συνακόλουθη ανάγκη εναρμονίσεώς της με τη μεταχείριση που «συστηματικά» (στον κώδικα) επιφυλάχθηκε σε τέτοιες προθεσμίες (αναστολή τους κατά το μήνα Αύγουστο). Πρόκειται συνεπώς για αθέλητο εμφανές νομοθετικό κενό, η πλήρωση του οποίου λόγω της προφανούς και αξιολογικά ουσιώδους ομοιότητας της αρρύθμιστης κρίσιμης περιπτώσεως (γνήσια δικονομική προθεσμία ενεργείας) με όλες τις ρυθμισμένες στο άρθρο ΚΠολΔ 147.7 επιβάλλεται να γίνει με προσφυγή στην αναλογία[17] και όχι στην αντιδιαστολή.
Η προθεσμία του άρθρου ΚΠολΔ 630 Α, πρέπει λοιπόν παρά τη σιωπή του νόμου να γίνει δεκτό κατ’ αναλογία ότι αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου[18], όπως και οι άλλες γνήσιες δικονομικές προθεσμίες ενεργείας.*
[1] Προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο Π. Καργάδου.
[2] Για τη συστηματική ερμηνεία του κανόνα δικαίου βλ. αντί πολλών 77. Παπανικολάου,, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου, 2000, παρ. 4 II 2 σ. 147 επ. Πρβλ. και Κ. Σταμάτη, στην επόμενη σημείωση.
[3] Πρβλ. Κ. Σταμάτη, Εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, 1991 σ. 162-163: «Η γραμματική διατύπωση της ερμηνευτέας διατάξεως δεν είναι σε θέση να αποτελέσει ασφαλή ερμηνευτικό γνώμονα, αλλά ούτε και αυτοτελές ερμηνευτικό επιχείρημα ... Η συστηματική ερμηνεία ... δηλ. ουσιαστικά η εναρμονισμένη ερμηνεία μεταξύ περισσοτέρων διατάξεων και η αποφυγή αντιφάσεων, αποτελεί αυτονόητη ... προϋπόθεση σχηματισμού πρόσφορης νομικής λύσης»
[4] Πρβλ. και Π. Παπανικολάου. «η θεώρηση μιας μεμονωμένης διατάξεως ως μέρους μιας γενικότερης ρυθμίσεως, στο υποσύστημα της οποίας ανήκει, παρίσταται συνήθως ως απαραίτητος όρος της ορθής κατανοήσεώς της» (ό.π., σ. 149 αρ. 203).
[5] Στο πλαίσιο δριμείας κριτικής που διατυπώθηκε κατά των κατά καιρούς αποσπασματικών παρεμβάσεων του νομοθέτη στο κείμενο κωδίκων, επισημάνθηκε μεταξύ άλλων εύστοχα ότι «κώδικας σημαίνει πρωτίστως σύστημα ρυθμίσεων με δογματική ενότητα και συνέπεια» και ότι αυτή η συστηματική ενότητα «έχει πάψει πια να διακρίνει τα ξύλα, τους λίθους και τους κεράμους που ρίπτονται ατάκτως μέσα στον ποτέ κώδικα πολιτικής δικονομίας» (Κ. Μπέης, Πρόλογος στην 7η έκδοση του ΚΠολΔ με επιμέλεια Κ Μπέη -Σ. Σταματόπουλου, Δίκαιο και Οικονομία 1997, σ. 14).
[6] Βλ.Κ Σταμάτη, ό.π., το κείμενο σε εισαγωγικά στη σημ. 2.
[7] Πρβλ. και Κ Μπέη, ΠολΔ 631, σ. 200 αρ. 1.2.3: «Γι’ αυτό ο ιστορικός νομοθέτης τόνισε ιδιαίτερα ότι η διαταγή πληρωμής αποτελεί «τίτλον εκτελεστόν», δηλαδή κατ’ αντιδιαστολή, δεν αποτελεί δικαστική απόφαση».
[8] Σχετικά βλ. Κ Μπέη, ό.π., σ. 198 επ.
[9] Πρβλ. Π. Παπανικολάου, ό.π., σ. 186 αρ. 256: «επειδή λογικά δεν μπορεί να αξιωθεί από κανέναν κοινωνό να υπακούσει συγχρόνως σε δύο παραγγέλματα με αντιφατικό περιεχόμενο, η σχετική σύγκρουση θα πρέπει οπωσδήποτε να αίρεται... με την πρόταξη της μιας διατάξεως έναντι της άλλης...».
[10] Η απαίτηση πρέπει να προκύπτει από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, να μην εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία ή αντιπαροχή και το ποσό της να είναι ορισμένο (ΚΠολΔ 623-624).
[11] Δίχως δηλαδή σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Σχετικά βλ. Κ Μπέη, ό.π., σ. 201-202 αρ. 3.
[12] Πρβλ. Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρό-Σ. Σταματόπουλο, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών I. Γενικό μέρος 1999, ο. 202 αρ. 11.15, που επισημαίνουν ότι σύμφωνα με την αρχή αυτή «ανάμεσα από περισσότερες ερμηνευτικές εκδοχές, θα πρέπει να προτιμάται εκείνη, με την οποία αποφεύγονται τα περιττά έξοδα, οι άσκοπες ενέργειες...».
[13] Ορισμένοι μόνο Θα είχαν το βάρος αυτής της επιπλέον επιδόσεως, δηλαδή όσοι από αυτούς θα ελάμβαναν τη διαταγή πληρωμής κατά το διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου.
[14] Για το σκοπό της νέας διατάξεως πρβλ. και Ποδηματά σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, υπό το άρθρο 630 Α.
[15] Η οποία, σημειωτέον, θα μπορούσε να θεωρηθεί εξίσου εύλογη, αν είχε οριστεί ενός ή τριών μηνών κλπ., αρκεί να ήταν αρκετά σύντομη (τόσο, όσο χρειάζεται για να αποτραπεί η μακρόχρονη αβεβαιότητα που προκαλεί η ύπαρξη ανεπίδοτων διαταγών πληρωμής, που συνιστά και τη ratio legis της νομοθετικής παρεμβάσεως).
[16] Βλ. την προηγούμενη σημείωση.
[17] Γενικά για την αναλογία ως μέθοδο πληρώσεως των εμφανών κενών και για την αξιολογικά ουσιώδη ομοιότητα ρυθμισμένης και αρρύθμιστης περιπτώσεως ως βάση της αναλογίας, βλ. 77. Παπανικολάου, ό.π., σ. 232 επ. και ιδίως 243 και 250.
[18] Ομοίως, αν και μάλλον δογματικά, δέχεται ότι «εφαρμόζεται το άρθρο 147 ΚΠολΔ, ιδίως η παρ. 7 για τον μη υπολογισμό του διαστήματος 1-31 Αυγούστου στην ως άνω προθεσμία έστω και αν το άρθρο 630 ΚΠολΔ δεν συμπεριελήφθη σ’ αυτήν» και ο Στ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2001, σ. 81.
* Ήταν ήδη στο στάδιο της εκτυπώσεως η μελέτη, όταν δημοσιεύθηκε (στο περιοδικό ΔΙΚΗ 33, 54 επ.) η γνωμοδότηση των Κ,Μπέη - Ε. Μπέη - Ε. Μπαλογιάννη, «Κύρος διαταγής πληρωμής που επιδόθηκε μετά τη δίμηνη προθεσμία από την έκδοσή της», που γι’ αυτό δεν ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη.